Σύμφωνα με τη θεωρία του Whitehouse, υπάρχουν δύο θεμελιώδεις τύποι θρησκευτικότητας που χαρακτηρίζονται από διαφορετικές μορφές θρησκευτικής εμπειρίας και πρακτικής και περιορίζονται γνωσιακά από διαφορετικά μνημονικά συστήματα. Οι γνωσιακοί ψυχολόγοι έχουν περιγράψει το πολύπλοκο μνημονικό σύστημα των ανθρώπων στο οποίο διέκριναν τη Διαδικαστική – Υπόδηλη μνήμη, η οποία συνδέεται με την ασυνείδητη γνώση, και στην Έκδηλη Μνήμη, η οποία περιλαμβάνει τη συνειδητή γνώση που αποκτούν οι άνθρωποι και μπορεί να εκφραστεί λεκτικά. Η τελευταία χωρίζεται κατ’ επέκταση στη Βραχύχρονη Μνήμη, η οποία διατηρεί λαμβανόμενες πληροφορίες για σύντομο χρονικό διάστημα, και τη Μακρόχρονη Μνήμη, η οποία συγκρατεί και διατηρεί τη γνώση, που λαμβάνουν οι άνθρωποι, για μακρύτερες χρονικές περιόδους. Η Μακρόχρονη Μνήμη διαχωρίζεται περαιτέρω στη Σημασιολογική ή Εγκυκλοπαιδική Μνήμη και στην Επεισοδιακή ή Αυτοβιογραφική Μνήμη. Η Σημασιολογική Μνήμη αναφέρεται σε γενικές νοητικές αναπαραστάσεις για τον κόσμο οι οποίες συγκροτούνται και ενισχύονται μέσω συχνών επαναλήψεών της, ενώ η Επεισοδιακή Μνήμη αναφέρεται σε νοητικές αναπαραστάσεις ιδιαίτερων και συγκεκριμένων γεγονότων, τα οποία το άτομο βιώνει σπάνια και αφομοιώνει εννοιολογικά ως αυτοβιογραφικά γεγονότα κατά τη διάρκεια της ζωής του. Τα δύο αυτά είδη μνήμης εμπλέκονται και ενεργοποιούνται με διαφορετικούς τρόπους σε κάθε έναν από τους δύο τύπους θρησκευτικότητας.[1]
Συγκεκριμένα, ο πρώτος τύπος, ο οποίος ορίζεται ως δογματικός, βασίζεται στη μετάδοση ενός ιδιαίτερου συνόλου δογμάτων μέσω συχνά επαναλαμβανόμενων τελετουργιών, οι οποίες διευκολύνουν την αποθήκευση πολύπλοκων και δυσνόητων θρησκευτικών διδασκαλιών στη σημασιολογική μνήμη. Κατ’ επέκταση, η συχνή επανάληψη των τελετουργιών και της σχετικής διδασκαλίας έχει ως αποτέλεσμα την εντύπωσή τους στην υπόδηλη μνήμη και τη διαμόρφωση υπόδηλων συμβατικών συμπεριφορών. Οι συγκεκριμένες γνωσιακές λειτουργίες, που λαμβάνουν χώρα στα θρησκευτικά συστήματα που δογματικού τύπου, συνδέονται με μία ιδιαίτερη κοινωνική μορφολογία η οποία χαρακτηρίζεται από ισχυρές, συγκεντρωτικές μορφές οργάνωσης, ηγεσίες υψηλής ισχύος και επεκτατικούς σκοπούς.[2]
Ο δεύτερος τύπος, για τον οποίο ο Whitehouse χρησιμοποιεί τον όρο ‘εικονισιτικός’, περιλαμβάνει τελετουργίες χαμηλής συχνότητας, οι οποίες όμως συνοδεύονται από υψηλή συναισθηματική διέγερση. Η συμμετοχή σε τέτοιες τελετουργίες παράγει έντονες και λεπτομερείς αναμνήσεις που κωδικοποιούνται στην επεισοδιακή μνήμη των συμμετεχόντων ως προσωπικές εμπειρίες. Ειδικότερα, διεγερτικά ή τραυματικά γεγονότα κατά την τέλεση των τελετουργιών μπορούν να κωδικοποιηθούν ως ‘φωτεινές μνήμες’[3], οι οποίες ενεργοποιούνται ξαφνικά, όταν εμφανίζεται ένα όμοιο ερέθισμα. Κατ’ επέκταση, η μετέπειτα ενεργοποίηση της επεισοδιακής μνήμης παράγει αυθόρμητο εξηγητικό στοχασμό ο οποίος στοχεύει στο να εξηγήσει την τελετουργία και συχνά βιώνεται ως προσωπική έμπνευση ή αποκάλυψη.[4] Στην περίπτωση αυτή δεν προηγείται ούτε ακολουθεί η διδασκαλία ενός ιδιαίτερου δόγματος και δεν υπάρχει η ανάγκη για μία επίσημη εξήγηση από την πλευρά της θρησκευτικής ηγεσίας. Οι άφθονοι συσχετισμοί παράγουν μία πλουραλιστική αίσθηση του θρησκευτικού συμβολισμού που γίνεται αντιληπτή ως άμεση και προσωπική έμπνευση και αποθηκεύεται στη σημασιολογική μνήμη ως μία μορφή πολύπλοκης, ιδιοσυγκρατικής γνώσης. Αυτός ο τύπος θρησκευτικότητας συνδέεται με μικρές ομάδες στις οποίες τα μέλη γνωρίζονται μεταξύ τους και οι ιδιαίτερες αρχές και πρακτικές διαμορφώνονται στη βάση των προσωπικών εμπειριών και εξηγήσεων οι οποίες μεταδίδονται κατά τη συμμετοχή των ατόμων στις τελετουργίες.[5]
[1] Whitehouse, 2006, 180-181
[2] Whitehouse, 2006, 181-190
[3] Για το ρόλο της ‘φωτεινής μνήμης’ στην ανάκληση τελετουργικών επεισοδίων βλ. Whitehouse, 2006, 242-251 και επίσης McCauley, R. N. & Lawson, T. E., Bringing Ritual to Mind, New York: 2002
[4] Για τον αυθόρμητο εξηγητικό στοχασμό και τη σύνδεσή του με την επεισοδιακή μνήμη κατά τις τελετουργίες του εικονιστικού τύπου βλ. Whitehouse,2006, 254-257
[5] Whitehouse, 2006, 190-195
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου