Hobson, J. A. and Stickgold, R., "Dreaming: A Neurocognitive Approach", Conscious and Cognition, 3, 1-15, 1994

Μετάφραση άρθρου

Οι μελέτες που καταγράφονται στα ακόλουθα κείμενα έχουν ως στόχο να παρέχουν μία περιεκτική, λεπτομερή και ποσοτική εικόνα της νόησης στη φάση που οι άνθρωποι ονειρεύονται. Οι βασικές υποθέσεις μας είναι ότι η εγρήγορση, ο ύπνος REM και ο ύπνος NREM (non-REM) αντιπροσωπεύουν φυσιολογικά ξεχωριστές και αναγνωρίσιμες καταστάσεις του εγκεφάλου και ότι οι διαφορές ανάμεσα στη νοητική δραστηριότητα κατά την εγρήγορση, τον REM και τον NREM αντανακλούν αυτές τις φυσιολογικές διαφορές. Έχουμε μελετήσει τα όνειρα σε ένα διαδικαστικό επίπεδο ανάλυσης και σε αυτές τις εργασίες έχουμε μελετήσει τις ιδιαίτερες ιδιότητες των συναισθημάτων στα όνειρα, τις παράδοξες μεταμορφώσεις, τις αλλαγές στη σκηνή και τη συνάφεια της πλοκής σε ενηλίκους και παιδιά 4 ως 10 ετών ως μέρος μίας μεγαλύτερης προσπάθειας να χαρτογραφήσουμε τα νοητικά φαινόμενα, που εξαρτώνται από κάθε κατάσταση, με βάση τις διάφορες νευροβιολογικές διαδικασίες που τα διέπουν. Πιστεύουμε ότι τέτοιες προσπάθειες θα ενισχύσουν την κατανόησή μας όχι μόνο για  το γεγονός ότι ονειρευόμαστε και για τα νευροβιολογικά υποστρώματα του γεγονότος αυτού, αλλά επίσης και για τις διαδικασίες που είναι κοινές στην ονειρική πράξη και σε άλλες ασυνήθιστες καταστάσεις.

Λέξεις κλειδιά: όνειρα, νόηση, καταστάσεις του εγκεφάλου, χαρτογράφηση, ονειρικά χαρακτηριστικά

Εισαγωγή


Το παρόν άρθρο εισάγει μία νέα σειρά μελετών, που παρουσιάζονται στα κείμενα που ακολουθούν, οι οποίες συνεχίζουν την ανάπτυξη μίας νευρογνωσιακής ανάλυσης της ονειρικής πράξης. Το εισαγωγικό αυτό άρθρο τοποθετεί τις νέες διαπιστώσεις μας μέσα στη συνάφεια της υπόθεσης της ενεργοποίησης-σύνθεσης (Hobson & McCarley, 1977) και της νευροβιολογικής της υποδομής (McCarley & Hobson, 1977), και έπειτα τις εξετάζει σε σχέση με ένα σύνολο ερωτημάτων για την ονειρική νόηση και συνείδηση.
          Γνωρίζουμε ότι η νοητική δραστηριότητα σημειώνεται όχι μόνο κατά την εγρήγορση, αλλά επίσης κατά τη διάρκεια τόσο του REM όσο και του NREM ύπνου (βλ. Arkin, Antrobus & Ellman, 1978 για μία περιληπτική σύνοψη) και ότι τα διαδικαστικά γνωσιακά χαρακτηριστικά των τριών αυτών καταστάσεων είναι ευκρινώς διαφορετικά μεταξύ του (Antrobus, 1990; Foulkes, 1985). Μία από τις βασικές μας υποθέσεις είναι ότι η ονειρική συνείδηση και νόηση είναι φαινόμενα που εξαρτώνται κατά πολύ από την εκάστοτε κατάσταση. Σκοπός μας είναι να προσδιορίσουμε τις πλευρές της νόησης που εξαρτώνται από την κατάσταση του εγκεφάλου κατά την εγρήγορση και τον ύπνο, και να δείξουμε πώς προκύπτουν οι αλλαγές σε αυτές τις γνωσιακές συμπεριφορές από αλλαγές στις υποκειμενικές εγκεφαλικές λειτουργίες.
         Η γενική στρατηγική μας είναι η χαρτογράφηση των σχέσεων ανάμεσα σε φυσιολογικά και γνωσιακά πεδία μέσω της εξέτασης των εγκεφαλικών και γνωσιακών λειτουργιών σε ένα τυπικό και καθολικό επίπεδο, ενώ καθώς εναλλάσσονται οι καταστάσεις εγρήγορσης ύπνου και το αντίστροφο. Ένα παράδειγμα για αυτό είναι η εξέταση της οπτικής παθολογικής παραισθησίας (ψευδαισθήτωσης). Έχουμε εξετάσει την υπόθεση ότι  PGO κύματα, που παρατηρούνται κατά τον ύπνο REM, αλλά απουσιάζουν ή καταστέλλονται ισχυρά κατά τον NREM ύπνο και κατά την εγρήγορση, αποτελούν μία εσωτερική πηγή ερεθισμάτων για το οπτικό σύστημα στον ύπνο REM (Mamelak & Hobson, 1989a; Kahn & Hobson, 1993). Έχουμε περαιτέρω διατυπώσει την υπόθεση ότι η απώλεια μνήμης στα όνειρα REM είναι μία συνέπεια της αμινεργικής αποδιαμόρφωσης του εγκεφάλου, που συμβαίνει ότι νοραδρενεργικοί (Υπομέλας Τόπος)  και σεροτονεργικοί (Ραφή) νευρώνες παύουν να πυροδοτούνται στον ύπνο REM. Αυτό το μοντέλο νοητικής δραστηριότητας κατά τη διάρκεια του ύπνου έχει εφαρμογή σε θεωρίες που αφορούν τη γένεση παραισθήσεων, αμνησίας, αυταπάτης και συνομιλίας σε ανώμαλες νοητικές καταστάσεις, καθώς επίσης παρέχει πληροφορίες για τη νοητική δραστηριότητα κατά τον ύπνο και για την φυσιολογική νόηση.
          Η έρευνά μας κινείται στο όριο τριών ξεχωριστών επιστημονικών κλάδων. Από τη νευροβιολογία αντλούμε πληροφορίες για την ανατομική, φυσιολογική και βιοχημική βάση του κύκλου εγρήγορσης- ύπνου.  Με βάση την ψυχοφυσιολογία προσδιορίζουμε τη σχέση ανάμεσα στον ύπνο REM και την ονειρική πράξη. Τέλος από τις γνωσιακές επιστήμες γνωρίζουμε τις προσεγγίσεις στην ανάλυση της νοητικής δραστηριότητας του ύπνου. Για να θέσουμε την παρούσα εργασία μας υπό προοπτική, είναι απαραίτητο να κάνουμε μία σύντομη επισκόπηση της συνεισφοράς αυτών των τριών πεδίων έρευνας.


Εικόνα 1. Παραδείγματα έρευνας. Η προσέγγισή μας στην επεξεργασία της θεωρίας των ονείρων αντλεί από τρεις κύριες πηγές: (1) τις ψυχοφυσιολογικές μελέτες σε ανθρώπινα υποκείμενα που αναφέρουν τη νοητική δραστηριότητα που ακουθεί την αφύπνιση ή σε απόκριση σε ένα σήμα ενώ γίνονται φυσιολογικές μετρήσεις, (2) τις γνωσιακές μελέτηες στους ανθρώπους που πραγματοποιούν δομημένες εργασίες στις ίδιες συνθήκες όπως στο (1), και (3) νευροβιολογικά δεδομένα από ζώα που βοηθούν στην εξαγωγή συμπερασμάτων για τα κυτταρικά και μοριακά υποστρώματα των όποιων παρατηρούμενων εξαρτήσεων κάθε κατάστασης.

Υπόβαθρο

Η ανακάλυψη του ύπνου REM και η συσχέτισή του με την ονειρική πράξη (Aserinsky & Kleitman, 1953) ξεκίνησε μία νέα εποχή για τη μελέτη της σχέσης του εγκεφάλου με τον νου. Αρχικά, στο εργαστήριο για τη μελέτη του ύπνου και των ονείρων στους ανθρώπους δόθηκε μεγάλη προσοχή στην ιδιαιτερότητα της συσχέτισης του ύπνου REM και των ονείρων. Φυσιολογικά υποκείμενα, συνήθως φοιτητές αφυπνούνταν είτε από τη REM είτε από τη NREM φάση του ύπνου και τους ζητείτο να καταγράψουν την ανάμνησή τους από οποιαδήποτε νοητική εμπειρία είχαν πριν ξυπνήσουν.
        Τα κύρια συμπεράσματα αυτών των διεπιστημονικών κανονιστικών μελετών ήταν ότι (1) οι αναφορές από τις αφυπνίσεις στον ύπνο REM ήταν κανονικά εκτενέστερες, αντιληπτικά περισσότερο ζωντανές και περισσότερο συναισθηματικά φορτισμένες σε σύγκριση με τις αναφορές από τον NREM ύπνο, και (2) οι NREM αναφορές έτειναν να μοιάζουν περισσότερο με σκέψεις και περιείχαν περισσότερες αναπαραστάσεις πραγμάτων που απασχολούσαν τα άτομα από ό,τι οι αναφορές του ύπνου REM. Με βάση τα κριτήρια που είναι διαθέσιμα, φαίνεται εύλογο να συμπεράνουμε ότι το επίπεδο ενεργοποίησης του εγκεφάλου ήταν ο κύριος παράγοντας που καθόριζε αυτές τις διαφορές που παρατηρήθηκαν. Η υπόθεση αυτή υποστηρίζεται από την παρατήρηση ότι όλες οι μετρήσεις της έντασης των ονείρων αποκορυφώνονται στις δέσμες κίνησης των ματιών κατά τις περιόδους REM.
        Προσπάθειες για περισσότερο λεπτομερή ανάλυση της ψυχοφυσιολογίας της ονειρικής πράξης (Roffwarg, Dement, Muzio & Fisher, 1962) και κατανόηση των λειτουργικών ωφελειών του ύπνου REM για τη νόηση (Dement, 1960) παρεμποδίστηκαν από αρκετές μεθοδολογικές δυσκολίες, οι οποίες οδήγησαν σε επανειλημμένες αποτυχίες (Moscowitz & Berger, 1969; Kales, Tan, Kollar, Naitoh, Preston & Malmstrom, 1970). Οι αποτυχίες αυτές με τη σειρά τους γέννησαν την αμφιβολία για το όλο εγχείρημα που ασχολούνταν με την ψυχολογία του ύπνου. Η άποψή μας είναι ότι πολλές από τις ακόλουθες αμφισβητήσεις (Herman, 1989; Antrobus, 1990) σχετικά με αυτά τα θεμελιώδη ζητήματα μπορούν να επιλυθούν με την εισαγωγή νέων ιδεών, εννοιών και μεθόδων, όπως εκείνων των γνωσιακών επιστημών.

Η Νευρογνωσιακή Μελέτη της Εγρήγορσης, του Ύπνου και της Ονειρικής Πράξης

Πολλοί από τους επιστήμονες που ασχολούνται με τον ύπνο και τα όνειρα και έχουν συνεχίσει την έρευνά τους παρά την εξασθένηση του ψυχοφυσιολογικού παραδείγματος, επιδιώκουν τώρα να θεμελιώσουν μία γνωσιακή νευροεπιστήμη των καταστάσεων του εγκεφάλου - νου. Για παράδειγμα, ο John Antrobus (1990) έχει συγκροτήσει ένα μοντέλο για τη νοητική δραστηριότητα στις διάφορες καταστάσεις του εγκεφάλου χρησιμοποιώντας μία μη ποσοτική παράλληλη διαδικαστική προσέγγιση, που εμπλουτίζεται από τη νευροβιολογία όπως επίσης και από εργαστηριακά δεδομένα σχετικά με τον ύπνο. Ο Antrobus έχει εισαγάγει επίσης σημαντικούς νέους ορισμούς της κατάστασης της εγρήγορσης προκειμένου να λειτουργήσουν ως μηχανισμοί ελέγχου των μελετών για τη νοητική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια του ύπνου (βλ. Reinsel, Antrobus & Wollman, 1992).
         Εμπνευσμένοι από το τονικό-φασικό μοντέλο των Molinari και Foulkes (1969), όπως και από το δικό μας μοντέλο ενεργοποίησης - σύνθεσης, οι Seligman και Yellen (1987) πρόσθεσαν τη σημαντική εξέταση των συναισθημάτων στις ιδέες της πρωτογενούς οπτικής ενεργοποίησης και της δευτερογενούς γνωσιακής επεξεργασίας. Το αποτέλεσμα ήταν μία περισσότερο περιεκτική και περιγραφική προσέγγιση σε κάποια από τα κατά πολύ όμοια χαρακτηριστικά των ονείρων, που ενδιέφεραν τον Freud, αλλά καθιστούσαν περιττή την ad hoc ψυχολογία της ψυχοαναλυτικής θεωρίας για τα όνειρα. Ο David Foulkes, ένας άλλος σημαντικός ψυχολόγος που ασχολούνταν με τα όνειρα, έχει επίσης δώσει έμφαση στη σημασία της γνωσιακής προσέγγισης (Foulkes, 1985).
        Από το 1977 η δική μας δουλειά πάνω στη νοητική δραστηριότητα κατά τον ύπνο έχει σταδιακά ακολουθήσει μία περισσότερο προσεκτική, ποσοτική και αναλυτική προσέγγιση. Πρόσφατα εξετάσαμε τις διάφορες νοητικές ικανότητες, οι οποίες μεταβάλλονται στα διάφορα στάδια από την προοπτική της σταθερότητας προσανατολισμού (βλ. εικόνα 2) Ξεκινήσαμε με μία προσπάθεια να προσδιορίσουμε και να τυποποιήσουμε τις μορφές της ονειρικής "παραδοξότητας" (McCarley & Hoffman, 1981; Hobson, Hoffman, Helfand & Kostner, 1987) ορίζοντάς την αρχικά ως "αδύνατη κατάσταση ή απιθανότητα στα πεδία της ονειρικής πλοκής, της νόησης και της πρόσληψης" (Hobson et al., 1987). Τα φανταστικά και παράδοξα χαρακτηριστικά των ονείρων διακρίνονται σε ασυνέχειες, ασυμφωνίες και αβεβαιότητες. Οι ασυνέχειες χαρακτηρίζονται κατ' επέκταση ως "διακοπές στη σταθερότητα προσανατολισμού" (Hobson et al., 1987), συμπεριλαμβανομένων ασταθειών στην πλοκή, στην τοποθεσία της σκηνήες, στους χαρακτήρες και τα αντικείμενα. Καλούμε αυτό το ξεχωριστό χαρακτηριστικό της νοητικής πράξης ως "προσανατολιστική αστάθεια". Έχουμε προσπαθήσει να ποσοτικοποιήσουμ την ασυνέχεια στο πεδίου του προσανατολισμού χρησιμοποιώντας διάφορες τεχνικές και αρκετά από τα κείμενα που ακολουθούν ασχολούνται με αυτό το θέμα.


Εικόνα 2: Αιτιακές σχέσεις μεταξύ των πεδίων. Αυτή η εικόνα δείχνει πιθανές αιτιακές σχέσεις ανάμεσα σε νευροβιολογικές εκδηλώσεις, που είναι γνωστό ότι σημειώνονται κατά τον ύπνο REM, και σε αλλαγές στη νόηση και το συναίσθημα, που διαφαίνονται στις ονειρικές αναφορές. Σε αυτή τη σειρά κειμένων παρουσιάζουμε τα σοιχεία σύμφωνα με τα οποία η νόηση και το συναίσθημα δεν είναι τελείως ανεξάρτητα το ένα από το άλλο και ότι οι νευροβιολογικές αλλαγές προκαλούν αλλαγές τόσο στη νόηση όσο και στο συναίσθημα.

Νευροβιολογία της Εγρήγορσης, του Ύπνου και της Ονειρικής Πράξης

Η ανακάλυψη της ύπαρξης του ύπνου REM σε όλα τα θηλαστικά (Dement, 1958; Jouvet, 1962) παρείχε ένα θεμελιώδες μοντέλο για τη μελέτη του εγκεφάλου από την πλευρά της διάκρισης του εγκεφάλου - νου κατά τη νοητική δραστηριότητα του ύπνου και της εγρήγορσης. Ενώ οι μελέτες στα ζώα έδειξαν ότι σημειωνόταν έντονη και εκτεταμένη δραστηριότητα του εγκεφάλου κατά τον ύπνο REM, σύντομα φάνηκε ότι η ιδέα των Moruzzi και Magoun (1949) για ένα δικτυωτό σύστημα ενεργοποίησης του εγκεφαλικού στελέχους χρειαζόταν επέκταση και τροποποίηση εξαιτίας των διαφορών ανάμεσα στα είδη της EEG ενεργοποίησης, που φαίνεται να σημειώνεται κατά τη διάρκεια της εγρήγορσης και του ύπνου REM.
       Μία πιθανή πηγή διαφοροποίησης ανάμεσα στις δύο καταστάσεις ενεργοποίησης, της εγρήγορσης και του ύπνου REM, παρείχε η ανακάλυψη των χημικά ιδιαίτερων νευροτροποποιητικών υποσυστημάτων του εγκεφαλικού στελέχους και της διαφορετικής λειτουργίας τους κατά την εγρήγορση (τα νοραδρενεργικά και σεροτονεργικά συστήματα ενεργά, αναστολή χολινεργικού συστήματος) και κατά τον ύπνο (τα νοραδρενεργικά και σεροτονεργικά συστήματα ανενεργά, παύση αναστολής χολινεργικού συστήματος). Το μοντέλο που προκύπτει από την αμοιβαία αλληλεπίδραση (Hobson et al., 1975; McCarley & Hobson, 1975) παρείχε ένα θεωρητικό πλαίσιο για πειραματικές παρεμβάσεις σε μοριακό και κυτταρικό επίπεδο, που υποστηρίζουν την ιδέα ότι η εγρήγορση και η ονειρική πράξη είναι τα αντίθετα άκρα μίας αμινεργικής - χολινεργικής νευροτροποποιητικής συνεχόμενης ακολουθίας, στην οποία ο NREM ύπνος κατέχει μία ενδιάμεση θέση (εικόνα 3). Η ιδέα αυτή υποδηλώνει ότι το απλό μοντέλο ενεργοποίησης πολλών ψυχολόγων, που ασχολούνται με τα όνειρα, μπορεί να είναι ανεπαρκές.


Εικόνα 3: Συμπεριφορικές καταστάσεις στους ανθρώπους.  Οι καταστάσεις της εγρήγορση, του ύπνου NREM και του ύπνου REM συνοδεύονται από συγκεκριμένες εκδηλώσεις στη συμπεριφορά, στον πολύγραφο και στην ψυχολογία. Στην πρώτη στήλη της συμπεριφοράς, αλλαγές της στάσης του σώματος (ανιχνεύσιμες σε φωτογραφίες ή βίντεο με χρονική επιτάχυνση) μπορούν να συμβούν κατά τη διάρκεια της εγρήγορσης και ανάλογα με τις αλλαγές φάσης στη διάρκεια του ύπνου. Δύο διαφορετικοί μηχανισμοί εξηγούν την ακινησία του ύπνου: η μη διευκόλυνση της κίνησης (κατά τα στάδια I-IV του NREM ύπνου) και αναστολής της κίνησης (κατά τον ύπνο REM). Στα όνειρα φανταζόμαστε ότι κινούμαστε, αλλά κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Η ακολουθία αυτών των σταδίων αναπαραστάθηκε στον πολύγραφο. Φαίνονται επίσης ενδεικτικές ανιχνεύσεις τριών μεταβλητών που χρησιμοποιούνται για τη διάκριση των καταστάσεων: ηλεκτρομυογράφημα (EMG), που είναι υψηλότερο κατά την εγρήγορση, ενδιάμεσο στον ύπνο NREM και στο κατώτατο επίπεδο κατά τον ύπνο REM, ηλεκτροεγκεφαλογράφημα ( EEG) και ηλεκτροοφθαλμογράφημα (EOG), ππου ενεργοποιούνται και τα δύο στην εγρήγορση και στον ύπνο REM, ενώ απενεργοποιούνται στον ύπνο NREM. Η καταγραφή κάθε δείγματος είναι κατά προσέγγιση 20s. Οι τρεις κατώτερες στήλες περιγράφουν άλλες υποκειμενικές και αντικειμενικές μεταβλητές στην κάθε κατάσταση (Hobson & Steriade, 1986).

        Η διάρθρωση του μοντέλου αμοιβαίας αλληλεπίδρασης και η ανάδυση μίας πληθώρας λεπτομερειών σχετικών με τη λειτουργική επανοργάνωση του οπτικού συστήματος στον ύπνο (Hubel, 1959; Evarts, 1960; Callaway, Lydic, Baghdoyan & Hobson, 1987) εισηγούνται μία νέα θεμελιώδη προσέγγιση στην επιστήμη που ασχολείται με τον προσδιορισμό της κατάστασης του εγκεφάλου και του νου (McCarley & Hobson, 1977). Αφού εκφράστηκε για πρώτη φορά ως υπόθεση ενεργοποίησης - σύνθεσης της ονειρικής πράξης (Hobson & McCarley, 1977) αυτή η νέα γενική προσπάθεια χαρτογράφησης της κατάστασης του εγκεφάλου και του νου ασχολείται με τη συμβολή τριών παραγόντων στη διαφοροποίηση της νοητικής κατάστασης (Hobson, 1990): νευρομετατροπία του εγκεφάλου (αμινεργική έναντι χολινεργικής), προέλευση του ερεθίσματος (εξωτερικό ή εσωτερικό) και επίπεδο φλοιώδους ενεργοποίησης (χαμηλή τάση έναντι υψηλής τάσης). Το μοντέλο ενεργοποίησης - σύνθεσης παρουσιάζεται στην Εικόνα 4. Συγκεκριμένα έχουμε προτείνει ότι οι αλλαγές στον τρόπο σκέψης και στη μνήμη κατά τον ύπνο REM θα μπορούσαν να εξηγηθούν από τη μείωση των αναλογιών αμινεργικών και χολινεργικών νευροδιαβιβαστών (Flicker et al., 1981) και είναι απίθανο απλά να αντανακλά διαφορετικά επίπεδα ενεργοποίησης στον ύπνο REM και στην εγρήγορση.

Εικόνα 4: Το μοντέλο ενεργοποίησης - σύνθεσης. (a) Το μοντέλο συστημάτων. Ως αποτέλεσμα της παύσης της αναστολής που προκαλείται από την παύσης της αμινεργικής νευρωνικής πυροδότησης, τα δικτυωτά συστήματα του εγκεφαλικού στελέχους ενεργοποιούνται αυτόματα. Τα παράγωγά τους έχουν συνέπειες συμπεριλαμβανομένης της εκπόλωσης των ακραίων τμημάτων που μεταφέρουν ώσεις στα νευρικά κέντρα, προκαλώντας φανική προσυναπτική αναστολή και μπλοκάρισμα των εξωτερικών ερεθισμάτων, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των εξάρσεων του ύπνου REM, και της μετασυναπτικής υπερπόλωσης που προκαλεί τονική αναστολή των κινητικών νευρώνων, που αντιδρούν αποτελεσματικά στις ακόλουθες υποδεέστερες κινητικές εντολές έτσι ώστε  να μπλοκάρεται η σωματική κίνηση. Μόνο οι οφθαλμοκινητικές εντολές αναγιγνώσκονται ως κινήσεις των ματιών, οι συγκεκριμένοι κινητικοί νευρώνες δεν αναστέλλονται. Ο πρόσθιος εγκέφαλος, που ενεργοποιείται από τον δικτυωτό σχηματισμό και συγχρόνως παύει να αναστέλλεται αμινεργικά, λαμβάνει αντίγραφα, που μεταφέρουν ώσεις προς τις μυικές συνάψεις, και πορίσματα εκπλήρωσεις πληροφοριών για τη σωματική κίνηση και τις οφθαλμοκινητικές εντολές, από τις οποίες μπορεί να συνθέσει τέτοιες αντιλήψεις που παράγονται ενδογενώς ως οπτικές εικόνες και αίσθηση της κίνησης, στοιχεία τα οποία και τα δύο χαρακτηρίζουν την ονειρική νοητική δραστηριότητα. Ο πρόσθιος εγκέφαλος μπορεί με τη σειρά του να παράγει τις δικές του κινητικές εντολές, που βοηθούν στη διαιώνιση της διαδικασίας μέσω θετικής ανάδρασης στον δικτυωτό σχηματισμό. (b) Συναπτικό μοντέλο. Κάποια από τα νευρωνικά συστήματα, των οποίων  η αναστολή σταματάει άμεσα ή έμμεσα, σχηματοποιούνται μαζί με τις υποτιθέμενες συμβολές τους στα φαινόμενα του ύπνου REM. Στο επίπεδο του εγκεφαλικού στελέχους απεικονίζονται πέντε νευρωνικοί τύποι: MRF: δικτυωτοί νευρώνες του μέσου εγκεφάλου, που προεξέχουν στον θάλαμο, μεταδίδουν ραμφοειδώς τονικά και φασικά σήματα ενεργοποίησης. PGO: εκρηγνυόμενα κύτταρα στην περιβραχιόνια περιοχή μεταδίδουν φασική ενεργοποίηση και ιδιαίτερες πληροφορίες για την κίνηση των ματιών στο γωνιώδες σώμα και στον φλοιό (η διακεκομμένη γραμμή της διαδρομής υποδηλώνει αβεβαιότητα για την άμεση προβολή). PRF γεφυρικός δικτυωτός σχηματισμός νευρώνων μεταδίδει σήματα φασικής ενεργοποίησης στους οφθαλμοκινητικούς νευρώνες (VI) και στον νωτιαίο μυελό, που προκαλούν κινήσεις των ματιών, συσπάσεις των άκρων και προσυναπτική αναστολή. BRF: προμήκης δικτυωτός σχηματισμός νευρώνων στέλνει τονικά σήματα με μεγάλη διαφορά δυναμικού στους κινητικούς νευρώνες στον νωτιαίο μυελό. Ως συνέπεια αυτών των φθινουσών επιρροών, αισθητηριακά εισερχόμενα και κινητικά εξερχόμενα μπλοκάρονται στο επίπεδο του νωτιαίου μυελού. Στο επίπεδο του πρόσθιου εγκεφάλου, οι νευρώνες της οπτικής σύνδεσης και του κινητικού φλοιού όλοι λαμβάνουν σήματα τονικής και φασικής ενεργοποίησης τόσο από μη ειδικούς όσο και από ειδικούς θαλαμικούς αναμεταδότες.


       Για να διασαφηνίσουμε αυτήν την έννοια ας εξετάσουμε το μηχανισμό και τις λειτουργικές συνέπειες της αλλαγής στην πηγή εισερχομένων του οπτικού συστήματοις από τον αμφιβληστροειδή (στην εγρήγορση) στο εγκεφαλικό στέλεχος (στον ύπνο REM) Με την είσοδο στον ύπνο REM, οι νοραδρενεργικοί και σεροτονεργικοί νευρώνες του Υπομέλα Τόπου (LC) και του Πυρήνα Ραφής παύουν να πυροδοτούνται. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί σε παύση τόσο της αμινεργικής μετατροπίας όσο και σε αναστολή των οφθαλμοκινητικών δικτύων του εγκεφαλικού φλοιού, στα έξω γονατώδη σώματα και στον οπτικό φλοιό. Ως αποτέλεσμα της παύσης της αναστολής, οι περιβραχιόνιοι χολινεργικοί νευρώνες της γέφυρας ερεθίζονται υπερβολικά και πυροδοτούνται σε συγχρονικές εκρήξεις που ξεκινούν τη φασική ενεργοποίηση των γονατωδών σωμάτων και του οπτικού φλοιού. Αυτά τα PGO κύματα εγγράφονται στον ύπνο REM και κανονικά προηγούνται της γρήγορης κίνησης των ματιών που χαρακτηρίζει τον ύπνο REM. Τόσο στις γάτες όσο και στους ανθρώπους, αυτή η χολινεργικά μεσολαβούμενη ενεργοποίηση του οπτικού συστήματος παράγει ένα σήμα που περιλαμβάνει σαφείς πληροφορίες για την κατεύθυνση των κινήσεων των ματιών, που, στον ύπνο REM, αποσυνδέονται τελείως από τον έλεγχο του εξωτερικού ερεθίσματος (βλ. Callaway et al., 1987 & Hobson, 1990 για λεπτομέρειες και παραπομπές).
       Το τελικό αποτέλεσμα αυτής της αλλαγής είναι ένα ηλεκτρικά ενεργοποιημένο οπτικό σύστημα που είναι: (α) αμινεργικά αποδιαμορφωμένο και (β) χολινεργικά διεγερμένο από σήματα που προκύπτουν στο εγκεφαλικό στέλεχος που (γ) μεταφέρει πληροφορίες για την κατεύθυνση κίνησης των ματιών. Οι αλλαγές αυτές θα μπορούσαν να προσδιορίσουν τέτοια γνωσιακά χαρακτηριστικά των ονείρων, όπως (1) τις μορφοποιημένες οπτικές εικόνες, (2) τον συχνό επαναπροσανατολισμό (ιδιαίτερα όπως αποδεικνύεται από τις αλλαγές στη σκηνή), (3) την απώλεια της βούλησης (ένα ομολογουμένως αντιφατικό σημείο) και (4) την απώλεια του εκούσιου ελέγχου της εσωτερικής προσοχής (πιθανόν μέσω της απώλειας ελέγχου της κίνησης των ματιών, με αξιοσημείωτη εξαίρεση τα ευκρινή, σαφή όνειρα, βλ. LaBerge, 1985). Η απώλεια των δύο αυτών τελευταίων ικανοτήτων εμποδίζει την κατευθυνόμενη σκέψη και δράση, που είναι ζωτικής σημασίας στη νοητική δραστηριότητας της εγρήγορσης. Επιπλέον, η μετακίνηση από την αμινεργική στη χολινεργική κυριαρχία έχει αναφερθεί ότι αυξάνει το επίπεδο θορύβου της φλοιώδους νευροδιαβίβασης (Foote, Bloom & Ashton-Jones, 1983) και την ευκολία αλλαγών στην προσοχή σε ένα αντιληπτικά προτρεπτικό έργο (task) (Clark, Geffen & Geffen, 1989; Doricchi, Ippoliti, Braibanti, Violani, Hobson & Bertini, 1991), που μαζί θα μπορούσαν να ευθύνονται για πολλά από τα φανταστικά και παράδοξα χαρακτηριστικά της ονειρικής πράξης (Mamelak & Hobson, 1989a).

Εμπόδια στην Πρόοδο

Η μελέτη της νοητικής δραστηριότητας του ύπνου υποφέρει από αρκετούς σημαντικούς περιορισμούς (Arkin et al., 19778), που πρέπει να ξεπερνιούνται ή να ελαχιστοποιούνται από κάθε επιστημονική στρατηγική. Πρώτον, δεν είναι δυνατόν να γίνουν συμπεριφορικέ δοκιμές της νόησης κατά τη διάρκεια του ύπνου, πέρα από τον βαθμό στον οποίο η συμπεριφορά συνδέεται με αυτόματες λειτουργίες, όπως ο καρδιακός ρυθμός, η PGO δραστηριότητα (McCarley, Winkelman & Duffy, 1983) ή οι γρήγορες κινήσεις των ματιών Roffwarg et al., 1962). Δεύτερον, καθώς η νοητική δραστηριότητα στον ύπνο δεν είναι υπο συνειδητό έλεγχο, είναι αδύνατον να διαχειριστούμε το περιεχόμενο της νόησης, αποκλείοντας πολλούς τύπους εξερεύνησης (με εξαίρεση βλ. LaBerge, 1985). Τρίτον, αναφορές για τη νόηση κατά τον ύπνο είναι ύποπτες, επειδή είναι υποκειμενικές και επειδή η ανάκλησή της επιβιώνει πολύ λίγο χρονικά ή είναι αβέβαιη (Badia, 1990). Τέταρτον, ενώ το περιβάλλον στο εργαστήριο του ύπνου επιτρέπει πιο ακριβείς εκτιμήσεις των καταστάσεων του εγκεφάλου, οι αναφορές που συγκεντρώνονται σε αυτό το περιβάλλον παρεμποδίζονται περισσότερο από εκείνες που συλλέγονται από το περισσότερο οικείο περιβάλλον του σπιτιού του καθενός (Monroe, 1967). Πέμπτον και τελευταίο, μακροπρόθεσμες και μακροχρόνιες μελέτες είναι μη πρακτικές στο εργαστήριο του ύπνου εξαιτίας τόσο της δέσμευσης χρόνου που απαιτείται από τον ερευνητή όσο και ατων απαιτήσεών τους από τα υποκείμενα. Το τελευταίο αυτό πρόβλημα αποκλείει μακροχρόνιες μελέτες που θα μπορούσαν να αποδώσουν μεγάλες βάσεις δεδομένων από ατομικά υποκείμενα, που θα ήταν ευαίσθητα στις κανονικές μεταλλαγές του κύκλου της ζωής και στις πειραματικές παρεμβάσεις.
        Ένας περαιτέρω παράγοντας που προκαλεί σύγχυση στη μελέτη της νοητικής δραστηριότητας είναι η μεθοδολογία που συχνά χρησιμοποιείται στην ανάλυση των αναφορών. Πολλή προσπάθεια έχει ξοδευτεί προσπαθώντας να κατανοηθεί το νοητικό τους περιεχόμενο προκειμένου να διευκρινιστεί η εμπειρική ιστορία και η πρόσφατη συναισθηματική κατάσταση του ονειρευόμενου. Με λίγες σημαντικές εξαιρέσεις, τόσο η φροϋδική ψυχολογία όσο και η σύχγρονη εμπειρική έρευνα πάνω στα όνειρα τείνουν να είναι αναλυτικές ως προς το περιεχόμενο και να αγνοούν τόσο τα γενικά όσο και τα τυπικά επίπεδα ανάλυσης. Εμείς πιστεύουμε ότι η ανάλυση τέτοιων καθολικών και τυπικών ικανοτήτων παρέχει ένα πιο παραγωγικό παράδειγμα για τη νευρογνωσιακή μελέτη της ονειρικής πράξης και της νοητικής δραστηριότητας του ύπνου γενικά.

Όνειρα: Ορισμός, Φυσιολογία και Γνωσιακή Ανάλυση

Ένα όνειρο κοινώς ορίζεται ως μία ακολουθία αισθήσεων, εικόνων, αισθημάτων και σκέψεων που περνούν από τον νου ενός ατόμου που κοιμάται. Τα δύο πιο σημαντικά χαρακτηριστικά ενός ονείτου είναι η παρουσία παραισθητικών εικόνων, με πιο συχνές τις οπτικές και ακουστικές εικόνες, και μίας ακολουθίας αντιλήψεων που παίρνουν τη μορφή ενός σεναρίου ή μίας ιστορίας. Ωστόσο, αυτά δεν περιγράφουν όλη τη νοητική δραστηριότητα του ύπνου. Αφυπνίσεις από NREM ύπνο συχνά αποσπούν από τα υποκείμενα το σχόλιο ότι δεν κοιμόνταν ή ότι σκέφτονταν το ένα ή το άλλο θέμα. Ενώ στοιχεία στον πολύγραφο ξεκάθαρα δείχνουν ότι τα υποκείμενα αυτά κοιμόνταν, τα ίδια δεν περιγράφουν την προηγούμενη νοητική τους δραστηριότητα ως ονειρική και είναι σημαντικό, πιστεύουμε, να δοθεί έμφαση σε αυτήν τη διάκριση και να χαρακτηριστούν τέτοιες σκέψεις ως μη ονειρική δραστηριότητα του ύπνου. Έχουμε περιγράψει τη νοητική δραστηριότητα του ύπνου με μεγαλύτερη ακρίβεια με βάση τα ακόλουθα έξι χαρακτηριστικά (βλ. πίνακα 1): παραισθησιακές εικόνες, αφηγηματική δομή, γνωσιακή παραδοξότητα, υπερσυναισθηματικότητα, παραληρητική αποδοχή και ελλιπής μνήμη του νοητικού του περιεχομένου.
        Τα κείμενα που ακολουθούν εξετάζουν τρία βασικά ερωτήματα. Το πρώτο ερώτημα είναι μεθοδολογικό - πώς μπορούμε να αποκομίσουμε υποκειμενικές αναφορές που αντανακλούν με τη μεγαλύτερη ακρίβεια το πραγματικό περιεχόμενο της φυσιολογικής νοητικής δραστηριότητας του ύοπνου; Το δεύτερο ερώτημα είναι γνωσιακό - ποια είναι τα χαρακτηριστικά της ονειρικής και μη ονειρικής νοητικής δραστηριότητας του ύπνου; Πώς διαφέρουν μεταξύ τους και σε σχέση με τη νοητική δραστηριότητα της εγρήγορσης; Το τρίτο ερώτημα είναι φυσιολογικό - τι αποτελεί τη βάση των διαφορετικών τύπων νοητικής δραστηριότητας του ύπνου; Η ονειρική και μη ονειρική νοητική δραστηριότητα του ύπνου συμβαίνει σε από φυσιολογική άποψη ξεχωριστά στάδια του ύπνου; Το υπόλοιπο αυτού του άρθρου συνοψίζει τις απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα που παρέχονται στη σειρά κειμένων που ακολουθεί.


Πίνακας 1
Ορισμός της Ονειρικής Πράξης
Η νοητική δραστηριότητα που σημειώνεται  στον ύπνο και χαρακτηρίζεται από τα παρακάτω και  σχετικά κείμενα σε αυτήν τη σειρά:
1. Παραισθητικές Εικόνες (δεν έχει μελετηθεί)
2. Αφηγηματική Δομή (Stickgold et al. (1994b), Sutton et al. (1994a, 1994b)
3. Παράδοξα γνωσιακά χαρακτηριστικά  όπως ασυνέχειες, ασυναρτησίες αβεβαιότητα (Rittenhouse et al. (1994), (Stickgold et al. (1994b), Sutton et al. (1994a, 1994b)
4. Έντονο Συναίσθημα (Merritt et al. (1994), Sutton et al. (1994b)
5. Απατηλή Αποδοχή της Εμπειρίας  
Ως αληθινής (λανθασμένη εντύπωση ότι κάποιος είναι ξυπνητός) (δεν έχει μελετηθεί)
6. Ελλιπής μνήμη (δεν έχει μελετηθεί)

Σημείωση: Τυπικά χαρακτηριστικά των ονείρων και τα κείμενα που στη σειρά αυτή εξετάζουν το καθένα από αυτά.


Πώς μπορούμε να αποκομίσουμε Αναφορές που με Μεγαλύτερη Ακρίβεια Αντανακλούν το Πραγματικό Περιεχόμενο της Κανονικής Νοητικής Δραστηριότητας του Ύπνου; 

Πιστεύουμε ότι δύο μεθοδολογικές βελτιώσεις μπορούν να οδηγήσουν σε πολύ πιο ακριβείς αναφορές της φυσιολογικής νοητικής δραστηριότητας του ύπνου. Η πρώτη είναι να μετακινήσουμε την περιοχή από την οποία συλλέγουμε τις αναφορές από το μη οικείο και ανήσυχο περιβάλλον του εργαστηρίου του ύπνου στο σπίτι. Η δεύτερη είναι να χρησιμοποιήσουμε καταφατικούς φαινομενολογικούς ανιχνευτές στη συλλογή των ίδιων των αναφορών.
         Προς μία φυσιοκρατική βάση δεδομένων της νόησης του ύπνου. Έχουμε αναπτύξει μία νέα μέθοδο κατ' οίκον συλλογής δεδομένων, η οποία συνδυάζει τα πλεονεκτήματα των υποκειμενικών αναφορών νοητικής δραστηριότητας που επιτυγχάνονται σε ένα φυσιοκρατικό περιβάλλον με την αντικειμενική επαλήθευση της κατάστασης του εγκεφάλου σε ένα φυσικό πεδίο-περιβάλλον. Παρακολουθώντας και ελέγχοντας τις αλλαγές στις στάσεις του σώματος (που οροθετούν τις μεταβάσεις στον κύκλο NREM - REM - Εγρήγορσης στους ανθρώπους) και τις κινήσεις των ματιών, έχουμε αναπτύξει και δοκιμάσει στο εργαστήριο του ύπνου την αξιοπιστία ενός απλού, φορητού, δικάναλου ανιχνευτή των σταδίων του ύπνου, τον οποίο αποκαλούμε "Nightcap" (Mamelak & Hobson, 1989b). Αυτή η προσέγγιση έχει ήδη δείξει ευαισθησία σε υποκειμενικές εκτιμήσεις των ευεργετικών ιδιοτήτων του ύπνου (Hobson et al., 1978), που θα μπορούσαν με τη σειρά τους να συσχετιστούν  με μετρήσιμες πλευρές της γνωσιακής ικανότητας.
         Nightcap: Μία μεθοδολογία του εργαστηρίου του ύπνου που εφαρμόζεται κατ' οίκον: Τα αποτελέσματα των μελετών του Nightcap, που καταγράφονται στο δεύτερο κείμενο αυτής της σειράς (Stichgold, Rittenhouse & Hobson, 1994b), υποστηρίζουν τα ακόλουθα μεθοδολογικά συμπεράσματα: (1) οι υποκειμενικές αναφορές της ονειρικής πράξης που ακολουθούν την αυθόρμητη αφύπνιση από τον ύπνο στο σπίτι είναι πιο άφθονες, πιο εκφραστικές, εκτενέστερες και πλουσιότερες από τις αντίστοιχες στο εργαστήριο. (2) Ονειρικές αναφορές κατ' οίκον, που συλλέχθηκαν σε σύνδεση με μετρήσεις των σταδίων του ύπνου που έγιναν με το Nightcap, επιβεβαιώνουν τη βασισμένη στο εργαστήριο υπόθεση ότι εκτενείς, παράδοξες αναφορές είναι αξιόπιστες συσχετιζόμενες με τη φυσιολογία του ύπνου REM. (3) Η αλήθεια των ονειρικών αναφορών κατ' οίκον υποστηρίζεται από τη συνέπεια της τυπικής δομής τους τόσο εντός όσο και μεταξύ των υποκειμένων. Η ισχύς αυτών των μέτρων, που προέρχονται από τις υποκειμενικές αναφορές κατ' οίκον, ενισχύονται από τη συσχέτισή τους με αντικειμενικά φυσιολογικά κριτήρια του ύπνου REM που επιτυγχάνονται κατ' οίκον, στο εργαστήριο για τον ύπνο των ανθρώπων και από βασικές νευροβιολογικές μελέτες στα ζώα.
        Καταφατικοί φαινομενολογικοί ανιχνευτές: Ένα μάθημα που έχουμε πάρει είναι ότι η επ' αορίστου χρόνου έρευνα για την ονειρική νοητική δραστηριότητα, που είναι τυπική για το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς που έγινε στο παρελθόν (συμπεριλαμβανομένης και της δικής μας) είναι κατά πολύ ανεπαρκής. Αν απλά ζητάμε από τα υποκείμενα να περιγράψουν τη συνειδητή εμπειρία που μπορούν να ανακαλέσουν μόλις ξυπνούν (ιδιαίτερα στο εργαστήριο του ύπνου, όπου είναι συχνά αδύναμοι και ανυπόμονοι να επιστρέψουν στον ύπνο τους), οι αφηγήσεις τους είναι γενικά πρόχειρες και επιπόλαιες, φτωχές σε λεπτομέρειες. Με τους καταφατικούς φαινομενολογικούς ανιχνευτές και στο κατ' οίκον περιβάλλον, έχουμε τη δυνατότητα να δείξουμε ότι τα όνειρα των παιδιών έχουν παράδοξα χαρακτηριστικά που είναι αξιοσημείωτα όμοια με εκείνα των ονείρων των ενηλίκων (βλ. το τρίτο κείμενό μας, των Resnick, Stickgold, Rittenhouse & Hobson, 1994) και να ανιχνεύσουμε δέκα φορές τα συνήθη επίπεδα συναισθημάτων (βλ. το τέτατρο κείμενό μας, των Merritt, Stickgold, Pace-Schott, Williams & Hobson, 1994). Η ανάλυση των αναφορών που συγκεντρώνονται χρησιμοποιώντας τους καταφατικούς ανιχνευτές για παράδοξες αμφιταλαντεύσεις στα όνειρα βρίσκεται σε εξέλιξη. Σκοπεύουμε να σχεδιάσουμε καταφατικούς ανιχνευτές για την αξιολόγηση της ονειρικής μνήμης και ονειρικής προσοχής στο εγγύς μέλλον.

Ποια Είναι Τα Χαρακτηριστικά Της Ονειρικής Νοητικής Δραστηριότητας Του Ύπνου;

Έχουμε ορίσει την ονειρική νοητική δραστηριότητα με βάση έξι ξεχωριστά χαρακτηριστικά που τη διακρίνουν από τη νοητική δραστηριότητα της εγρήγορσης και από άλλες μορφές νοητικής δραστηριότητας του ύπνου. Ο πίνακας 1 συνοψίζει αυτά τα χαρακτηριστικά και δείχνει ποια από τα κείμενά μας εξετάζουν το καθένα από αυτά. Ενώ τα περισσότερα από τα κείμενα αυτής της σειράς ασχολούνται με τις γνωσιακές ασυνέχειες, ασυναρτησίες και αβεβαιότητες, που έχουμε αποκαλέσει ονειρική παραδοξότητα (Rittenhouse, Stickgold & Hobson, 1994a, 1994b; Stockgold et al., 1994b; Resnick et al., 1994), είναι αξιοσημείωτο ότι δύο από τα κείμενά μας ασχολούνται με το ονειρική συναίσθημα (Merritt et al., 1994; Sutton et al., 1994b) και τρία με την αφηγηματική δομή (Stickgold et al., 1994b; Sutton et al., 1994a, 1994b).
         Γιατί έχουμε εστιάσει σε τόσο μεγάλο βαθμό σε αυτό το χαρακτηριστικό των ονείρων, ενώ έχουμε δώσει μόνο μέτρια προσοχή στα άλλα δύο (στο συναίσθημα και την αφηγηματική δομή) και αγνοήσαμε τελείως τα άλλα τρία (παραισθησιακές εικόνες, αυταπάτη, απώλεια μνήμης); Το έντονο ενδιαφέρον μας για την παραδοξότητα των ονείρων έχει τόσο ιστορικές όσο και στρατηγικές ρίζες.
        Η ιστορική αιτιολογία είναι ότι αρχικά θεωρήσαμε την παραδοξότητα ως το πιο ξεχωριστό και ενδιαφέρον χαρακτηριστικό. Άλλοι θεωρητικοί, ιδιαίτερα ψυχαναλυτές (Freud, 1900) είχαν εστιάσει στη φαινομενική έλλειψη νοήματος στα παράδοξα στοιχεία ως απόδειξη της καθορισμένης συγκάλυψης ή/και λογοκρισίας τους. Η έννοια της ονειρικής παραδοξότητας φαινόταν έτσι να βρίσκεται ακριβώς στην καρδιά της θεωρίας που ελπίζαμε να αντικαταστήσουμε με τη δική μας υπόθεση ενεργοποίησης - σύνθεσης (Hobson & McCarley, 1977).
       Η στρατηγική μας αιτιολογία είναι διπλή. Πρώτον, από τη στιγμή που ήμασταν σε θέση να ορίσουμε αξιόπιστα αυητήν την αυτοδύναμη ιδιότητα (Hobson et al., 1987; Williams, Merritt, Rittenhouse & Hobson, 1991), ενθαρρυνθήκαμε να επιχειρήσουμε την περισσότερο ακριβή ποσοτική της μέτρηση (Sutton et al., 1994a). Δεύτερον, πιστεύουμε ότι η ονειρική παραδοξότητα είναι το πιο προσιτό μέτρο των αλλαγών στις γνωσιακές διαδικασίες που συνοδεύουν τις φυσιολογικές αλλαγές κατάστασης σε ολόκλητο τον κύκλο ύπνου - εγρήγορσης. Στην ονειρική παραδοξότητα βλέπουμε μία νοητική ανάγνωση της χαοτικής δραστηριότητας του εγκεφαλικού στελέχους κατά τον ύπνο REM και έτσι έχουμε εστιάσει στην παραδοξότητα ως ένα παράδειγμα ενεργοποίησης στην υπόθεση ενεργοποίησης - σύνθεσης. Μέχρι τώρα έχουμε αποφύγει προσπάθειες να αναλύσουμε αυτό το χαρακτηριστικό των ονειρικών αναφορών, επειδή είμαστε δυσαρεστημένοι με τις μεθόδους που είναι διαθέσιμες για τη μελέτη του. Τέσσερα από τα κείμενα σε αυτήν τη σειρά (Rittenhouse et al., 1994; Stickgold et al., 1994b; Sutton et al., 1994a, 1994b) ειδικότερα εξετάζουν θέματα που αφορούν τη συνοχή των ονείρων χρησιμοποιώντας νέα μεθοδολογικά εργαλεία, που έχουμε αναπτύξει πρόσφατα. Αυτές οι μελέτες μας έχουν επιτρέψει μία προκαταρκτική περιγραφή των δομικών περιορισμών στη συγκρότηση των ονείρων και παρέχουν μία πρώτη θεώρηση του "συνθετικού" μέρους της υπόθεσης ενεργοποίησης - σύνθεσης.


Η Ονειρική και Μη Ονειρική Νοητική Δραστηριότητα του 'Υπνου Σημειώνεται σε Φυσιολογικά Διακριτά Στάδια του Ύπνου;

Δύο επιφυλάξεις έχουν ως τώρα περιορίσει τον ενθουσιασμό για τη μελέτη των ονείρων κατ' οίκον. Η πρώτη είναι η απουσία του πειραματιστή-παρατηρητή και η άλλη η απουσία αντικειμενικής τεκμηρίωσης της κατάστασης αυτού που κοιμάται. Πιστεύουμε ότι ο συνδυασμός καταφατικών φαινομενολογικών ανιχνευτών και ο φορητός μας ανιχνευτής REM, το Nightcap, βοηθούν να ξεπεράσουμε ή τουλάχιστον να ελαττώσουμε αυτές τις επιφυλάξεις. Κάνοντάς το αυτό, μπορεί πραγματικά να ανατραπεί η ισορροπία της έρευνας για τα όνειρα υπέρ του κατ' οίκον παραδείγματος.
        Η συλλογιστική μας έχει ως εξής. Εργαστηριακές μελέτες ήδη δείχνουν ότι οι πιο εκτενείς και λεπτομερείς αναφορές προέρχονται από τον ύπνο REM (Arkin et al., 1978). Αν προσθέσουμε τη μέτρηση της ονειρικής παραδοξότητας και υπολογίσουμε την πυκνότητά της (Pork & Hobson, χειρόγραφο υπό προετοιμασία) αυξάνουμε περισσότερο την ικανότητά μας να διακρίνουμε ανάμεσα σε αναφορές που βασίζονται στον ύπνο REM και NREM.
        Ωστόσο, ο αποφασιστικός παράγοντας έρχεται από τη δική μας έρευνα με το Nightcap (Stickgold et al., 1994a), που δείχνει ότι οι ίδιες αυτές συσχετίσεις και διακρίσεις μπορούν να ποσοτικοποιηθούν στο κατ' οίκον περιβάλλον. Τα υποκείμενα στη μελέτη μας δίνουν εκτενείς αναφορές (> από 250 λέξεις) που ακολουθούν αυθόρμητη αφύπνιση από τον ύπνο REM στο 43% όλων των περιπτώσεων, σε σύγκριση με μόνο 8% των αναφορών που ακολουθούν αφύπνιση από τον NREM ύπνο. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι πειραματικές αφυπνίσεις των υποκειμένων κατ' οίκον θα μπορούσαν να έχουν αποφέρει ένα διαφορετικό σύνολο μορφών και μία ταξινόμηση περισσότερο όμοια με εκείνη από το εργαστήριο του ύπνου, αλλά αυτός ο περιοριστικός όρος με κανέναν τρόπο δεν κλονίζει την πεποίθησή μας ότι η συντριπτική πλειονότητα των ονείρων που ανακαλούνται πράγματι βιώνεται στον ύπνο REM. Σημειώνουμε ότι μόνο 1 από 75 ονειρικές αναφορές REM και καμία από τις 72 NREM, που καταγράφηκαν από τον Antrobus (1983) δεν είναι πάνω από 250 λέξεις (προσωπική επικοινωνία). Είναι συνεπώς βάσιμο να συμπεράνουμε ότι η ιδιαίτερη ονειρική νόηση, όπως την έχουμε ορίσει στον Πίνακα 1, συνδέεται στενά, αν όχι αποκλειστικά, με τη REM φυσιολογία. Ενώ συνεχίζουμε να ερευνούμε τις λεπτομέρειες αυτού του συσχετισμού, αισθανόμαστε σίγουροι ότι έχουμε μία επαρκή βάση για να οδηγηθούμε σε συμπεράσματα για την πιθανή σχέση ανάμεσα στη φαινομενολογία των ονείρων και τη νευροφυσιολογία του ύπνου REM, όπως και για τις σχέσεις ανάμεσα στη χωρίς όνειρα νοητική δραστηριότητα του ύπνου και τη NREM φυσιολογία.

Συμπέρασμα

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 40 ετών, η στενή συσχέτιση ανάμεσα στον ύπνο REM και την ονειρική πράξη παρέμενε ένα σθεναρό εμπειρικό δεδομένο παρά τα στοιχεία που έδειχναν ότι η σχέση δεν είναι αποκλειστική και παρά τις αποτυχίες της εργαστηριακής προσπάθειας να θεμελιώσει κάποια λεπτομερή αιτιακή σχέση ανάμεσα στη φυσιολογία της κατάστασης του εγκεφάλου και τις αλλαγές στη γνωσιακή ικανότητα. Η καλύτερη ευκαιρία να αποκομίσουμε εκτενείς και λεπτομερείς περιγραφές της ονειρικής νοητικής δραστηριότητας παραμένει η αυθόρμητη ή πειραματική αφύπνιση από τις πλούσιες περιόδους κίνησης των ματιών του ύπνου REM.
       Κατά την ίδια περίοδο των 40 ετών, η νευροβιολογία του ύπνου REM έχει προοδεύσει γοργά έτσι ώστε οι μελέτες που γίνονται στα ζωικά μοντέλα έχουν προχωρήσει σε κυτταρικό και μοριακό επίπεδο. Είναι τώρα δυνατόν να καθορίσουμε λεπτομερώς πώς ο εγκέφαλος ενεργοποιείται κατά τον ύπνο REM και ακόμη και να μιμηθούμε αυτήν την αιτιώδη συνάφεια. Επιπλέον, σημαντικές και διαφωτιστικές χημικές διαφορές ανάμεσα στην ενεργοποίηση του εγκεφάλου στον ύπνο REM και εκείνη κατά την εγρήγορση έχουν θεμελιωθεί και ενθαρρύνουν ένα νέο παράδειγμα και μία νέα προσέγγιση στη μελέτη της νόησης και της συνείδησης των ονείρων και του ύπνου REM.
       Κατά την ίδια περίοδο των 40 ετών, η νευροβιολογία του ύπνου REM έχει προοδεύσει γοργά, έτσι ώστε οι μελέτες στα ζωικά μοντέλα να έχουν προχωρήσει σε κυτταρικό και μοραικό επίπεδο. Είναι τώρα δυνατόν να προσδιορίσουμε λεπτομερώς πώς ενεργοποιείται ο εγκέφαλος κατά τον ύπνο REM, αλλά ακόμη και να μιμηθούμε αυτήν την αιτιώδη συνάφεια. Επιπλέον, έχουν αναγνωτρστεί σημαντικές και διαφωτιστικές διαφορές ανάμεσα στην ενεργοποίηση του εγκεφάλου στον ύπνο REM και στην εγρήγορση και προωθείται ένα νέο παράδειγμα και μία νέα προσέγγιση στη μελέτη της νόησης και της συνείδησης των ονείρων και του ύπνου REM.
        Αυτό το νέο παράδειγμα αποτελείται από μία διεπιστημονική χαρτογράφηση της κάθε κατάστασης μίας προς μία. Το μοντέλο της νευροφυσιολογικής κατάστασης, που αναπτύχθηκε από τις μελέτες στα ζώα, χαρτογραφείται με βάση τυπικές και καθολικές γνωσιακές ικανότητες της νοητικής δραστηριότητας που εξαρτάται από κάθε στάδιο. Επίσης χαρτογραφείται το αναπτυσσόμενο μοντέλο της ανθρώπινης νόησης σε κάθε στάδιο με βάση τα αποτελέσματα των μελετών της νευροφυσιολογίας του ύπνου και της εγρήγορσης στα ζώα. Αυτή η νέα καθολική προσπάθεια χαρτογράφησης της κάθε κατάστασης αντικαθιστά τις προσπάθειες διασυσχέτισης στιγμή προς στιγμή των προηγούμενων ψυχοφυσιολογικών μοντέλων του REM/ ονείρου.
      Την αλλαγή στο παράδειγμα συμπληρώνει η μεθοδολογική καινοτομία της ανίχνευσης του σταδίου του ύπνου κατ' οίκον, που νομιμοποιείται και ενισχύει πειραματικά νέες μελέτες της ονειρικής κατάστασης κατ' οίκον και την αυξανόμενη εμπιστοσύνη στους καταφατικούς φαινομενολογικούς ανιχνευτές.
      Η εικόνα που διαφαίνεται παρουσιάζει έναν αυξανόμενο, ξεκάθαρο ισομορφισμό ανάμεσα στα ξεχωριστά χαρακτηριστικά της ονειρικής νοητικής δραστηριότητας και στη νευροφυσιολογία του ύπνου REM. Χαοτικά φασικά σήματα, που εκδηλώνονται στο εγκεφαλικό στέλεχος, συνεχώς εισχωρούν και κάποιες φορές διαρρηγνύουν την εξελισσόμενη επεξεργασία στα αισθητηριακά και κινητικά κέντρα του φλοιού και του υποφλοιού του πρόσθιου εγκεφάλου και στα κέντρα των συναισθημάτων στον μεταιχμιακό πρόσθιο εγκέφαλο. Αυτά τα σήματα θεωρείται ότι οδηγούν κατευθείαν σε οπτικές και κινητικές παραισθήσεις, συναισθηματική επίταση και σε μία ιδιάζουσα, παράδοξη νόηση, που χαρακτηρίζει την ονειρική νοητική δραστηριότητα. Η αλλαγή στη φλοιώδη χημική μετατροπία από την αμινεργική κυριαρχία (κατά την εγρήγορση) στη χολινεργική κυριαρχία (στον ύπνο REM) είναι ένα πιθανό υπόστρωμα για την απώλεια της πρόσφατης μνήμης (ονειρική αμνησία), την αστάθεια στον προσανατολισμό (ονειρική παραδοξότητα) και την αδυναμία εσωτερικής προσοχής (απώλεια της αυτο-στοχαστικής συνείδησης), όπως και για τα άλματα στη σύνδεση, που κόβουν την ανάσα και εμφανίζονται στην αφηγηματική πλοκή, καταστάσεις που στο σύνολό  τους χαρακτηρίζουν την ονειρκή εμπειρία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου