Η διατύπωση και εφαρμογή γνωσιακών θεωριών υπήρξε μια από τις σημαντικότερες εξελίξεις στο χώρο μελέτης των πολιτισμικών φαινομένων και της ανθρώπινης σκέψης και συμπεριφοράς που τα παράγει, η οποία ξεκίνησε τη δεκαετία του 1950 από το χώρο της γλωσσολογίας και της ψυχολογίας[1], και σταδιακά προσέλκυσε το ενδιαφέρον ερευνητών από όλους σχεδόν τους κλάδους των ανθρωπιστικών επιστημών.[2]
Η γνωσιακή προσέγγιση έχει ως αντικείμενο μελέτης της τη νόηση, η οποία επιτρέπει στον άνθρωπο να αποκτά γνώση του κόσμου που τον περιβάλλει, και χρησιμοποιεί μεθόδους και τεχνικές που δανείζεται από περισσότερο θετικές επιστήμες, όπως τη νευροεπιστήμη, τη νευροβιολογία και την επιστήμη του εγκεφάλου, ενώ τα συμπεράσματα που εξάγει δε βασίζονται σε θεωρητικές ερμηνευτικές υποθέσεις, αλλά σε εμπειρικά δεδομένα που προκύπτουν μέσα από πειραματικές διαδικασίες έρευνας. Στόχος των γνωσιακών θεωριών είναι να εξετάσουν και να διαγνώσουν τους νοητικούς μηχανισμούς και τις μικροδιαδικασίες εκείνες που λαμβάνουν χώρα στο νου και στο σώμα των ανθρώπων κατά την αλληλεπίδρασή τους με το περιβάλλον τους και που τους επιτρέπουν να επιβιώνουν, να εκφράζονται, να επικοινωνούν και να παράγουν πολιτισμικές και άλλες συμπεριφορές μέσα σε διαφορετικές, αλλά και σε όμοιες συνάφειες.
Στο σημείο αυτό, οι γνωσιακές επιστήμες διαφοροποιούνται από τις περισσότερο ανθρωπολογικές προσεγγίσεις των πολιτισμικών φαινομένων, χωρίς ωστόσο να απορρίπτουν ή να καταργούν τη σημασία και το ρόλο των τελευταίων. Αντίθετα, λειτουργώντας περισσότερο συμπληρωματικά παρά ανταγωνιστικά ως προς τις παραδοσιακές θεωρίες, μετατοπίζουν το κέντρο του ενδιαφέροντός τους από τη μελέτη των διαφορετικών πολιτισμικών συστημάτων, πνευματικών παραδόσεων, κοινωνικών και φυσικών συνθηκών, στην αναζήτηση εκείνων των κοινών δομών και αρχών που διέπουν την ανθρώπινη νόηση και κάνουν δυνατή την απόκριση των ανθρώπων στις προκλήσεις του περιβάλλοντός τους, καθώς και την ίδια την παραγωγή αυτής της διαφορετικότητας. Συνεπώς, ενώ οι ιστορικοί και οι ανθρωπολόγοι εστιάζουν και δίνουν έμφαση στον κοινωνικό κόσμο της διαφοράς, οι γνωσιακοί επιστήμονες στρέφουν την προσοχή τους στις κοινές δομές του ανθρώπινου νου που αποτελούν τη βαθύτερη αιτία και απαραίτητη προϋπόθεση για την εμφάνιση, τη διατήρηση και την εξέλιξη των διαφορετικών ιστορικών περιστάσεων.[3]
Η εφαρμογή γνωσιακών θεωριών στη μελέτη της θρησκείας απασχόλησε αρχικά ερευνητές από το χώρο της ανθρωπολογίας και της εθνογραφίας, επιστήμες οι οποίες μελετούν γενικότερα τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται και κατηγοριοποιούν τους κοινωνικούς και φυσικούς κόσμους.[4] Στο πλαίσιο μιας γνωσιακής προοπτικής στο χώρο της ανθρωπολογικής έρευνας, οι διάφορες θρησκευτικές αντιλήψεις και πρακτικές δεν αντιμετωπίζονται ως ένα sui generis φαινόμενο της ανθρώπινης σκέψης και συμπεριφοράς, που απαιτεί ένα αυτόνομο επίπεδο ανάλυσης με μεθόδους ανεξάρτητες από εκείνες που χρησιμοποιούν οι άλλες επιστήμες. Αντίθετα, τα θρησκευτικά φαινόμενα θεωρούνται μία έκφανση του ανθρώπινου πολιτισμού, που δεν προϋποθέτει την ύπαρξη ιδιαίτερων νοητικών και ψυχολογικών διαδικασιών, ανεξάρτητων από τις υπόλοιπες γνωσιακές λειτουργίες του ανθρώπινου νου. Ο κοινός νοητικός εξοπλισμός των ανθρώπων παρέχει όλα τα απαραίτητα εφόδια και τη βάση για να εξηγηθούν οι διαφορετικές μορφές θρησκευτικής έκφρασης μέσα από την κατανόηση των κοινών στο ανθρώπινο είδος ψυχολογικών και νοητικών μηχανισμών που κάνουν δυνατή τη δημιουργία, τη διατήρηση και τη μετάδοσή τους.[5]
Η ιδέα αυτή, όπως ήταν επόμενο, προκάλεσε την έντονη αντίδραση και αμφισβήτηση από τους παραδοσιακούς θεολογικούς και θρησκειολογικούς κύκλους οι οποίοι απέρριπταν την πρόταση ότι η θρησκεία μπορούσε να προσεγγιστεί με περισσότερο επιστημονικές μεθόδους που θα ξεπερνούσαν τις ερμηνευτικές αναλύσεις του αντικειμένου και των κοινωνικών λειτουργιών του και θα προέκριναν μία εξήγηση των εκφράσεών της με βάση τις πανανθρώπινες δομές και αρχές σκέψης και συμπεριφοράς.
Ωστόσο, από τα τέλη του 20ου αι. και μετά, η μελέτη της θρησκείας με βάση γνωσιακές θεωρίες άρχισε να διαμορφώνεται ως ιδιαίτερο πεδίο έρευνας το οποίο παρήγαγε και συνεχίζει να παράγει μελέτες που εστιάζουν σε θρησκευτικά φαινόμενα και επιδιώκουν να εξηγήσουν τη φαινομενική ποικιλομορφία τους με βάση τις κοινές σε όλους τους ανθρώπους δομές της νόησης, χρησιμοποιώντας διεπιστημονικές ερευνητικές μεθόδους.[6] Μια τέτοια μελέτη της θρησκείας δεν περιορίζεται[7] σε ένα βιολογικό επίπεδο ανάλυσης των νοητικών μηχανισμών με βάση εμπειρικά δεδομένα που προκύπτουν από πειραματικές εργαστηριακές έρευνες, αλλά αναζητά, κατ’ επέκταση, τους τρόπους με τους οποίους η νόηση συνδέεται και αλληλεπιδρά με το εκάστοτε πολιτισμικό και κοινωνικό της περιβάλλον.
Οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τον κόσμο που τους περιβάλλει μέσω των αισθήσεών τους και ενός συνόλου διαφορετικών μηχανισμών που συνεχώς ερμηνεύουν και επανερμηνεύουν τις αισθητηριακές πληροφορίες που λαμβάνουν. Τα παράγωγα αυτών των διαδικασιών που λαμβάνουν χώρα στο σώμα και το νου των ανθρώπων αντιστοιχούν στις νοητικές αναπαραστάσεις όλων των στοιχείων που απαρτίζουν τον αντιληπτό κόσμο, οι οποίες καθορίζονται και περιορίζονται αφενός από την κοινή βιολογική κατασκευή του ανθρώπινου είδους, αλλά αφετέρου μεταλλάσσονται και διαφοροποιούνται μέσα από την εμπειρία και τη μάθηση παράγοντας διαφορετικές αντιλήψεις και υποθέσεις για την πραγματικότητα.[8] Οι τρόποι με τους οποίους οι πολλαπλές ανθρώπινες πραγματικότητες συγκροτούνται και ερμηνεύονται σύμφωνα με τις ιδιαίτερες αντιλήψεις και ιδέες που κάθε πολιτισμικό σύστημα διαμορφώνει για το άτομο και τον κόσμο, αποτελούν θεμελιώδεις παράγοντες για την ανάλυση της θρησκείας, η κατανόηση της οποίας κατ’ επέκταση συνδέεται με ποικίλες αναπαραστατικές ενότητες, όπως είναι οι τελετουργικές συμπεριφορές, οι συμβολικοί κώδικες, οι μεταφορές, οι ηθικές αξίες και οι παραδόσεις που προκρίνει και θεμελιώνει κάθε ιδιαίτερη πολιτισμική και κοινωνική συνάφεια ως δομικές αρχές για την κατανόηση του κόσμου.[9]
Όπως εύστοχα σημειώνει ο Richard Gordon, «η θρησκεία … επιδιώκει να επιβάλλει ιδιαίτερα γνωσιακά πλέγματα πάνω στην εμπειρία του πιστού και εφαρμόζει ιδιαίτερα μέσα για να ενισχύσει τις κατηγορίες της στο βαθμό που αυτές δεν είναι ήδη κοινές στην ευρύτερη κοινωνία μέσα στην οποία υπάρχει.»[10] Με τον τρόπο αυτό τα διαφορετικά θρησκευτικά συστήματα παράγουν συνεχώς νέα νοήματα, απεικονίσεις και ιδέες για την πραγματικότητα οι οποίες μπορούν να διαφοροποιούνται ως προς τις αντιλήψεις που οι άνθρωποι συγκροτούν για τον κόσμο στην καθημερινή αλληλεπίδρασή τους μαζί του.
[1] Σύμφωνα με τον Paul Thagard (Mind: An Introduction to Cognitive Science (Cambridge, MA, 1996), σελ. 6) θεμελιωτές των γνωσιακών επιστημών θεωρούνται ο George Miller, που μελέτησε τη μνήμη, οι John McCarthy, Marvin Minsky, Allen Newell και Herbert Simon οι οποίοι ασχολήθηκαν με την Τεχνητή Νοημοσύνη, ενώ η προσπάθεια κατανόησης της γλώσσας σε σχέση με νοητικές γραμματικές ξεκίνησε στο χώρο της γλωσσολογίας με το έργο του Noam Chomsky. Για περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τις μελέτες των παραπάνω βλ. Miller, G., “The Magical Number Seven, Plus or minus Two: Some Limits on Our Capacity for Processing Information”, in Psychological Review 63 (1956), 81-97· McCarthy, J. – Hayes, P. 1969, “Some Philosophical Problems from the standpoint of Artificial Intelligence”, in Meltzer, B. – Michie, D. (eds), Machine Intelligence (Edinburg, 1969) τ. 2, σελ. 463-502 · Minsky, M. L., “Steps toward Artificial Intelligence”, in E. A. Feigenbaum – J. Feldman (eds), Computers and Thought (New York, 1963), σελ. 406-450 · Newell, Al. – Shaw, J.C. – Simon, H. A., “Elements of a Theory of Human Problem Solving”, in Psychological Review 65 (1958), 151-166 · Chomsky, N., Syntactic Structures (Hague, 1957)
[2] Για μία εισαγωγή στις γνωσιακές επιστήμες, που παρουσιάζει συνοπτικά την πορεία τους, τις μεθόδους τους, αλλά και το έργο και τις θεωρίες των κυριότερων εκπροσώπων τους βλ. Geertz, A., “Cognitive Approaches to the Study of Religion”, in A. Geertz – R. R. Warne – P. Antes (eds), New Approaches to the Study of Religion : Textual, Comparative, Sociological, and Cognitive Approaches (Berlin, 2004), σελ. 347-400. Επίσης για μια συνοπτική εισαγωγή στη γνωσιακή προοπτική στο χώρο της θρησκείας βλ. Ξυγαλατάς, Δ., “Εισαγωγή στη Γνωσιακή Μελέτη της Θρησκείας”, in H. Whitehouse, Τύποι Θρησκευτικότητας, Μια γνωσιακή θεωρία της μετάδοσης των θρησκευτικών αντιλήψεων (μετάφρ. Δ. Ξυγαλατάς) (Θεσσαλονίκη, 2006), σελ. 9-87
[3] Martin, H. L., 2004b, “Towards a Scientific History of Religions”, in H. Whitehouse - Martin, H. L. (eds), Theorizing Religions Past: Archaeology, History, and Cognition, ό.π., κεφ. 2, σελ. 7-16
[5] Ξυγαλατάς, Δ., “Εισαγωγή στη Γνωσιακή Μελέτη της Θρησκείας”, ό.π., σελ.10
[6] Συγκεκριμένα χρησιμοποιούνται θεωρίες και μέθοδοι από τη γνωσιακή ψυχολογία, την εξελικτική ψυχολογία, τη γνωσιακή ανθρωπολογία, την Τεχνητή Νοημοσύνη, τη γνωσιακή νευροεπιστήμη, τη νευροβιολογία, τη ζωολογία, την ηθολογία κα.. Ενδεικτικά αναφέρονται τα έργα: McCauley, R. N. – Lawson, T. E., Rethinking Religion: Connecting Cognition and Culture (Cambridge 1990) · Boyer, P., , Religion Explained: The Evolutionary Origins of Religious Thought (London, 2002) · Pyysiäinen, I., How Religion Works, Towards a New Cognitive Science of Religion (Leiden, 2003) · Whitehouse, H., Τύποι Θρησκευτικότητας, ό.π. κ.α.
[7] Ή τουλάχιστον μια τέτοια έρευνα δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στις διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα μέσα στον εγκέφαλο του ανθρώπου, αγνοώντας τη σημασία του περιβάλλοντος, της μάθησης και της εμπειρίας, μία διάσταση που παραγνωρίστηκε από κάποιους γνωσιακούς επιστήμονες οι οποίοι έδωσαν έμφαση αποκλειστικά στους γονιδιακούς παράγοντες που καθορίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά.
[8] Οι αναπαραστάσεις αυτές στην ουσία είναι νευρωνικές διαδικασίες κατά τις οποίες τα γεγονότα και οι εμπειρίες του ατόμου αποτελούν βασικές μονάδες μάθησης και αναπαράστασης που οδηγούν στην κατηγοριοποίηση και στη διαμόρφωση ενός γενικού μοντέλου του κόσμου. Για τη σημασία του όρου ‘αναπαράσταση’ στις γνωσιακές επιστήμες βλ. Geertz, A., Introduction to Cognitive Approaches to the Study of Religion, ό.π., σελ. 18-20. Για τη διαδικασία της κατηγοριοποίησης και τη δημιουργία εσωτερικών μοντέλων ή χαρτών του κόσμου βλ. Barsalou, L., Cognitive psychology: An overview for cognitive scientists (Hillsdale, NJ), 1992
[10] Gordon, R. L., “The sacred geography of a Mithraeum: The example of Sette Sfere”, in Journal of Mithraic Studies 1, 1976, 119 (= Gordon, R. L., Image and Value in the Graeco Roman World, ό.π., κεφ. 6, σελ. 119)
Ολυμπία Παναγιωτίδου