Η μετάβαση της ελληνιστικής εποχής
Οι ελληνιστικοί χρόνοι αποτελούν μία μεταβατική περίοδο, κατά την οποία μεταμορφώνονται οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες της κλασικής εποχής και οι άνθρωποι καλούνται να προσαρμοστούν σε νέα δεδομένα.
Με τις κατακτήσεις του Μ.Αλεξάνδρου ο ελληνικός πολιτισμός έγινε παγκόσμιος και η κοινή ελληνιστική αποτέλεσε κοινό γλωσσικό όργανο τόσο των Ελλήνων, όσο και των κατοίκων των χωρών της Εγγύς Ανατολής[1]. Ο όρος «ελληνιστική εποχή» χρησιμοποιείται από την έρευνα για να χαρακτηρίσει την περίοδο που ακολούθησε το θάνατο του Μακεδόνα βασιλιά και καλύπτει τόσο τον πολιτικό-οικονομικό σύστημα οργάνωσης των χρόνων αυτών, όσο και τις αλλαγές και νέες μορφές στο θρησκευτικό τομέα. Συνεπώς, αν και από πολλούς μελετητές το τέλος της περιόδου τοποθετούνταν στο 30 π.Χ. , όταν το τελευταίο ελληνιστικό βασίλειο της Αιγύπτου υποτάχθηκε στον Οκταβιανό Αύγουστο, σήμερα θεωρείται ότι ο πολιτικός μετασχηματισμός, που επέβαλε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας δεν επέφερε καμία ουσιαστική ρήξη με την προηγούμενη μορφή πολιτικής διακυβέρνησης. Το τέλος του ελληνιστικού κόσμου, αντίθετα, σηματοδοτείται από την τελική επικράτηση του χριστιανισμού με το Μ.Θεοδόσιο (379-395 μ.Χ.), όταν πλέον επέρχεται μία ριζική μετάλλαξη του πολιτικού, αλλά και θρησκευτικού συστήματος.[2]
Ωστόσο, η παρούσα εργασία θα περιοριστεί στην ανάλυση των πολιτικοκοινωνικών και θρησκευτικών μετασχηματισμών που επέρχονται στα κλασικά πρότυπα οργάνωσης και ζωής στα χρόνια των διαδόχων του μεγάλου Μακεδόνα στρατηλάτη και δε θα επεκταθεί στην εξέλιξη των νέων αυτών μορφών από τη στιγμή που εμφανίζεται στο προσκήνιο η Ρώμη. Επίσης, δε θα σχολιαστεί η θεοποίηση ανθρώπων και κυρίως των ηγεμόνων, χαρακτηριστικό φαινόμενο της εποχής αυτής, που γνώρισαν οι Έλληνες από τους λαούς της Ανατολής και είναι ενδεικτικό της σύνδεσης της πολιτικής με τη θρησκεία, καθώς ξεπερνά τους στόχους και την καθορισμένη έκταση της εργασίας.
Οι αλλαγές που σημειώνονται κατά την περίοδο αυτή καλύπτουν όλο το φάσμα της ζωής των ανθρώπων – την πολιτική, την οικονομία, την κοινωνία, τον πολιτισμό και τη θρησκεία – και διαμορφώνουν μία νέα μορφή θεώρησης του κόσμου, που αποκτά πλέον οικουμενικές διαστάσεις και διακρίνεται από ένα κοσμοπολίτικο πνεύμα. Ωστόσο, παράλληλα με τις νέες δομές και αντιλήψεις, εξακολουθεί να επιβιώνει η πίστη στην παράδοση και στις «πατρογονικές» αξίες, με αποτέλεσμα οι «νέες» εξελίξεις να συμβαδίζουν και να συνυπάρχουν με τη συντήρηση και την επιμονή[3].
Κατά τη μετάβαση από την κλασική στην ελληνιστική εποχή επήλθε μία σημαντική μεταβολή του πολιτικού σκηνικού του αρχαίου κόσμου, που επηρέασε σημαντικά και τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων.
Η βασιλεία, που ενισχύθηκε από τον Αλέξανδρο ως μέρος της πολιτικής του για μία σύγκλιση του ελληνικού κόσμου με αυτόν της Ανατολής, αποτέλεσε τη νέα μορφή πολιτικής οργάνωσης και εξουσίας κατά την εποχή των διαδόχων του. Η καθιέρωση ενός τέτοιου πολιτικού συστήματος ήταν αντίθετη με τις αντιλήψεις των Ελλήνων, οι οποίοι θεωρούσαν ως μόνο κατάλληλο πολίτευμα για ελεύθερους ανθρώπους τη δημοκρατία και ένιωθαν απέχθεια για κάθε μοναρχική μορφή διακυβέρνησης[4]. Από την άλλη πλευρά, οι λαοί της Ανατολής είχαν δικές τους δυναστικές παραδόσεις και αντιλήψεις, που διέφεραν από τις αντίστοιχες ελληνικές. Έτσι, η επιβολή της βασιλείας κατά την ελληνιστική εποχή, που στόχευε στη διαμόρφωση και διατήρηση μιας συνεκτικής ενότητας μεταξύ κοινοτήτων με διαφορετικά χαρακτηριστικά, παρουσιάζει έναν ιδιάζοντα χαρακτήρα, καθώς καλείται να ανταποκριθεί σε συνθήκες και δεδομένα, που διαφέρουν ριζικά μεταξύ τους. [5]
Ιδιαίτερο πρόβλημα αποτελούσαν για τους μονάρχες των ελληνιστικών βασιλείων οι σχέσεις τους με τις παλιές πόλεις-κράτη του κυρίως ελλαδικού και νησιωτικού χώρου, όπου κυριαρχούσε το ιδανικό της αυτονομίας και δημοκρατικής διακυβέρνησής τους. Οι πόλεις αυτές εξακολούθησαν να επιβιώνουν και να αποτελούν το χώρο, μέσα στον οποίο ζούσε και δρούσε η πλειονότητα των Ελλήνων, παρά τους περιορισμούς της ελευθερίας τους και της έκτασης της αυτονομίας τους. [6] Τυπικά, διατηρούσαν τους παραδοσιακούς θεσμούς της λαϊκής συνέλευσης και της Βουλής, ενώ οι διάφοροι αξιωματούχοι εκλέγονταν από το λαό. Τα όργανα αυτά ήταν υπεύθυνα να αποφασίζουν για διάφορα εσωτερικά ζητήματα, όπως θρησκευτικά θέματα και εορτές, απόδοση τιμών σε ευεργέτες, προμήθειες τροφίμων και συντήρηση δημόσιων κτιρίων[7], αλλά σε θέματα εξωτερικής πολιτικής η ελευθερία τους περιορίζονταν από τα γειτονικά βασίλεια και τους μεταξύ τους ανταγωνισμούς[8]. Βέβαια, οι βασιλείς, προκειμένου να εξασφαλίσουν την αναγνώριση της εξουσίας τους από τις ελληνικές πόλεις, έδειχναν ευαισθησία και σεβασμό προς τις παραδοσιακές αρχές τους ως ανεξάρτητα κράτη και πολλές φορές δημιουργούσαν την ψευδαίσθηση ότι αποφάσιζαν οι ίδιοι οι πολίτες για την τύχη τους[9]. Στην πραγματικότητα, όμως, υπήρχαν αμφίπλευρες σχέσεις ανάμεσα στο μονάρχη και τις πόλεις, που βρίσκονταν στη σφαίρα επιρροής τους, οι οποίες καθορίζονταν από τα συμφέροντα και των δύο πλευρών. Καθώς η εμπειρία και η καθημερινή πρακτική αποδείκνυαν την αποτελεσματικότητα της μοναρχικής εξουσίας, κάθε φορά που ερχόταν σε αντιπαράθεση με τις δημοκρατικές πόλεις, οι τελευταίες γρήγορα συνειδητοποίησαν ότι για να επιβιώσουν ήταν αναγκαίο να συνάπτουν συμφωνίες και συμμαχίες με τους βασιλείς. Αυτοί μπορούσαν να τους παρέχουν προστασία, προνόμια, ελευθερίες και οικονομική βοήθεια σε περιόδους ανέχειας και λιμών. Λειτουργούσαν, δηλαδή, ως ευεργέτες των πόλεων, οι οποίες τους έβλεπαν ως σωτήρες και τους απέδιδαν τιμές, που έφταναν ως τη θεοποίησή τους. Συχνά, επίσης, καλούνταν ως μεσολαβητές σε περιπτώσεις διαμάχης μεταξύ δύο πόλεων είτε για να ορίσουν έναν ουδέτερο διαιτητή είτε για να παίξουν οι ίδιοι αυτό το ρόλο, καθώς θεωρούνταν οι καταλληλότεροι για να ασκήσουν το έργο της δικαιοσύνης. Από την πλευρά τους, όμως, και οι βασιλείς ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα να εξασφαλίσουν την υποστήριξη των πόλεων της επικράτειάς τους, καθώς μπορούσαν να αποκομίσουν από αυτές χρήματα, στρατιωτικές δυνάμεις, εφόδια, καθώς και των έλεγχο σημαντικών χερσαίων και θαλάσσιων οδών και τη χρήση του λιμανιού τους[10]. Για τους λόγους αυτούς εκμεταλλεύονταν, όσο μπορούσαν, τη δυνατότητα να ευεργετούν τις πόλεις και τις επακόλουθες – θεϊκές – τιμές που τους αποδίδονταν, οι οποίες είχαν ξεκάθαρες πολιτικές προεκτάσεις.
Διαφορετική ήταν η στάση των ηγεμόνων των ελληνιστικών μοναρχιών απέναντι στις νέες πόλεις, που είχαν ιδρυθεί σε όλη την έκταση της ελληνιστικής οικουμένης, από τη Μ.Ασία, τη Συρία, την Παλαιστίνη, τη Μεσοποταμία, ως ακόμη μακρύτερα, στις περιοχές της Μηδείας και της Βακτρίας. Η θέση των πόλεων αυτών δεν ήταν ίδια με αυτή των παλαιών ελληνικών πόλεων-κρατών του κυρίως ελλαδικού χώρου.[11]. Η πολιτική, κοινωνική, θρησκευτική και πολιτισμική τους οργάνωση και δομή ήταν, βέβαια, κατά βάση όμοια. Ωστόσο, η εξάρτησή τους από τους ηγεμόνες, που αποτελούσαν τους ιδρυτές τους, θεωρούνταν οι γενάρχες τους και ήταν αυτοί που μπορούσαν να τους εξασφαλίσουν ασφάλεια και σωτηρία, ήταν περισσότερο καθοριστική και δεν άφηνε κανένα περιθώριο άσκησης ανεξάρτητης πολιτικής.[12] Βέβαια, οι βασιλείς, προκείμενου να αποκτήσουν γόητρο και να πραγματώνουν το ρόλο τους ως ευεργέτες των πόλεων, φρόντιζαν να παρέχουν δικαιώματα και προνόμια, τα οποία, αν και δεν είχαν καμία ουσιαστική πρακτική αξία, ήταν ιδιαίτερα αγαπητά από τους, Έλληνες κυρίως, πολίτες των περιοχών αυτών[13].
Πολλές από τις πόλεις αυτές αποτέλεσαν έδρα των ελληνιστικών μοναρχιών (π.χ. η Αλεξάνδρεια για τους Πτολεμαίους και η Αντιόχεια για τους Σελευκίδες) και κέντρα έντονης οικονομικής, διοικητικής και πνευματικής δραστηριότητας. Ήταν, μάλιστα, μόνιμοι αποδέκτες της ευεργεσίας των ηγεμόνων, οι οποίοι διέθεταν τον αμύθητο πλούτο τους, όχι μόνο σε περιπτώσεις οικονομικών δυσχερειών και κρίσεων, αλλά και για την ανέγερση δημόσιων κτιρίων και τη διακόσμηση των αστικών κέντρων, ενώ συχνά ενίσχυαν δημιουργικούς καλλιτέχνες και ανθρώπους του πνεύματος, που προήγαν τον πολιτισμό[14]. Εξαιτίας, όμως, αυτού του καθοριστικού ρόλου των μοναρχών οι πόλεις αυτές δε διέθεταν παρά μόνο εξωτερικά στοιχεία αυτονομίας και βρίσκονταν υπό τον απόλυτο έλεγχό τους.
Υπό αυτές τις συνθήκες περιορισμού της ελευθερίας τους, οι πόλεις-κράτη, τόσο της κυρίως Ελλάδας και των νησιών, όσο και αυτές που ιδρύθηκαν στην Ανατολή, ανέπτυξαν νέες μορφές δημόσιας ζωής και θεσμούς, προκειμένου να καταφέρουν να προσαρμοστούν και να επιβιώσουν. Καθώς δεν μπορούσαν με τα δικά τους περιορισμένα έσοδα να ανταποκριθούν στις οικονομικές ανάγκες, που προέκυπταν σε περιόδους κρίσεων, πολλές φορές επικαλούνταν οι ίδιες τη γενναιοδωρία τόσο των βασιλέων των γειτονικών μοναρχιών, όσο και των πλουσίων πολιτών, που διέθεταν πλούτο και ευμάρεια[15]. Έτσι, οι βασιλείς, των οποίων οι οικονομικοί πόροι έμοιαζαν ανεξάντλητοι, έβρισκαν την ευκαιρία να επιδεικνύουν τη δύναμή τους, είτε εξασφαλίζοντας την επιβίωση των πολιτών με την παροχή σιτηρών, είτε, σε πιο ήπιες περιόδους, χρηματοδοτώντας τη συντήρηση ή ανέγερση νέων οικοδομημάτων, που διακρίνονταν από μία τάση προς το μνημειώδες και υπερβολικό[16]. Αλλά και οι εύποροι πολίτες προέβαιναν σε ένα πλήθος τυποποιημένων ενεργειών –κάλυπταν τις ανάγκες εφοδιασμού σε σιτάρι σε περιόδους λιμών, αναλάμβαναν τις δαπάνες κατασκευής ή συντήρησης δημόσιων έργων και οργάνωσης εορτών και συχνά χρησιμοποιούσαν την επιρροή τους στους βασιλείς για να εξασφαλιστεί η εύνοιά τους – που τους επέτρεπαν να ξοδεύουν χρήματα για την πόλη τους και να κερδίζουν, έτσι, δημόσια αναγνώριση και ευγνωμοσύνη. Σχεδόν κάθε μορφή δημόσιας δραστηριότητας στηρίζονταν στην οικονομική ενίσχυση των πλουσίων πολιτών ή ξένων δυναστών, τους οποίους η πόλη τιμούσε ως ευεργέτες. Η βουλή επικύρωνε τις πράξεις «φιλανθρωπίας» τους και τους παρείχε ως αντάλλαγμα πλήθος προνομίων. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αγορές των πόλεων γέμισαν με αγάλματα βασιλέων, Φίλων τους και άλλων ευεργετών, τα οποία στήνονταν προς τιμήν τους[17].
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ενίσχυσης της ατομικής πρωτοβουλίας και προβολής της ιδιωτικής ευμάρειας προς όφελος του συνόλου της πόλης, αυξήθηκαν σημαντικά οι δικαιοδοσίες των εύπορων πολιτών με αποτέλεσμα να αποκτήσουν μεγάλη δύναμη και να συγκεντρώσουν στα χέρια τους τη δημόσια οικονομία[18]. Η διάθεση του πλούτου τους για το δημόσιο καλό συνέβαλε στο να μετριάζεται κάπως η δυσαρέσκεια των κατώτερων κοινωνικών τάξεων, από την όλο και πιο έντονη αντίθεση πλούσιων και φτωχών[19]. Ωστόσο, δεν κατάφερε να κατευνάσει το αίσθημα απόγνωσης που δημιουργούσε η δύσκολη οικονομική κατάσταση των τελευταίων. Την περίοδο αυτή, οι συνεχείς πολεμικές αναμετρήσεις είχαν ως συνέπεια τη συγκέντρωση των καλλιεργήσιμων εδαφών της υπαίθρου στα χέρια των μεγάλων γαιοκτημόνων και τη δημιουργία πλήθους ακτημόνων, που συγκεντρώνονταν στις πόλεις. Η κατάσταση αυτή σε συνδυασμό με την κατάλυση των δημοκρατικών πολιτευμάτων και τη μείωση της δύναμης των πολιτών στον πολιτικό τομέα δημιουργούσε ένα περιβάλλον ξένο για τους ανθρώπους της εποχής. Η ελληνική πόλη έδινε την εντύπωση μιας «αποδιοργανωμένης κοινωνίας»[20]. Το αποτέλεσμα ήταν οι πολίτες να αισθάνονται ένα αίσθημα ανασφάλειας και απομόνωσης και να ενδιαφέρονται όλο και λιγότερο για τα κοινά και τη συμμετοχή στη δημόσια ζωή. [21]
Αυτή η αβεβαιότητα, που επικρατούσε για την πολιτική κατάσταση, και οι δύσκολες οικονομικές συνθήκες, που συνεπαγόταν η πρώτη, προκαλούσε απόγνωση στους κατοίκους, κυρίως των κατώτερων τάξεων, οι οποίοι στρέφονταν στον εαυτό τους και ενδιαφέρονταν, κυρίως, για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής τους. Έτσι, διαμορφώθηκε ένα πνεύμα ατομικισμού και επιδίωξης της προσωπικής ευδαιμονίας, που αποτέλεσαν χαρακτηριστικά της ελληνιστικής εποχής.[22]
Για να αντιμετωπίσουν το αίσθημα απομόνωσης και να βελτιώσουν τους όρους διαβίωσής τους, οι άνθρωποι άρχισαν να μετακινούνται και να ταξιδεύουν σε αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης. Αυτή η συνεχής μετακίνησή τους επέφερε μία ρήξη στους δεσμούς τους με τις πατρογονικές εστίες και διέρρηξε τα κλειστά όρια της κλασικής, ελληνοκεντρικής πόλης-κράτους. Πλήθος πολιτικών εξορίστων, εμπόρων, μισθοφόρων, περιπλανώμενων ιερέων, καλλιτεχνών, φτωχών ανθρώπων χωρίς ρίζες, αλλά και ανθρώπων, που αναζητούσαν την περιπέτεια ταξίδευαν και, πολλές φορές, εγκαθίσταντο στις νέες πόλεις, που ιδρύονταν σε όλη την έκταση της ελληνιστικής οικουμένης. Εκεί, η κυριαρχία του ελληνικού πολιτισμού δημιουργούσε ένα περιβάλλον οικείο για τους Έλληνες, όπου η ελληνιστική γλώσσα αποτελούσε το βασικό μέσο επικοινωνίας και εμπορίου. Από την άλλη πλευρά, η επαφή και γνωριμία με τους ανατολικούς λαούς, οι οποίοι μετείχαν, πλέον, κι αυτοί στον ελληνικό πολιτισμό, ήρε τους διαχωρισμούς και το χαρακτηρισμό τους ως βαρβάρους. Οι άνθρωποι, ελεύθεροι από τις παραδοσιακές, τοπικιστικές και φυλετικές προκαταλήψεις του παρελθόντος κινούνταν μέσα σε μία ανοιχτή κοινωνία οικουμενικών διαστάσεων και αναμειγνύονταν με τους γηγενείς, γεγονός που επηρέασε σημαντικά τον τρόπο σκέψης των Ελλήνων και την αντίληψή τους για τη διάκριση ανάμεσα στο «εμείς» και οι «άλλοι».[23] Παράλληλα, όμως, επέφερε και μία διαφοροποίηση στο αίσθημα της ταυτότητάς τους, που από συλλογική έγινε καθαρά ατομική. Και καθώς πλέον δεν αισθάνονταν ισχυρή την ένταξή τους σε ένα σώμα πολιτών, που μπορούσαν να αποφασίζουν για τα κοινά, έστρεψαν περισσότερο το ενδιαφέρον τους στο προσωπικό κέρδος και κατ’ επέκταση στις εμπορικές και άλλες επιχειρήσεις, ενώ την προσοχή τους προσέλκυσαν θρησκευτικές αντιλήψεις, ανατολικής κυρίως προέλευσης, που διακρίνονταν για την παθητικότητά τους.[24] Έτσι, η ιδανική μορφή του ενεργού πολίτη στην κλασική εποχή αντικαταστάθηκε από ανθρώπους απράγμονες, που απέφευγαν κάθε εμπλοκή σε δημόσιες και πολιτικές δραστηριότητες, μία στάση που ενίσχυαν και τα φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής.[25] Ο τύπος του homo politicus έδωσε τη θέση του στο homo economicus και η αλλαγή αυτή επηρέασε καθοριστικά τις αξίες της ελληνιστικής εποχής. [26]
Η ενοποίηση του ελληνικού κόσμου με εκείνον της Μέσης Ανατολής και η δημιουργία ενός ενιαίου χώρου οικουμενικών διαστάσεων σε συνδυασμό με τη διάρρηξη των δεσμών των ατόμων με τις πόλεις τους ενίσχυσε την περιέργεια και την επιθυμία των ανθρώπων να εξερευνήσουν το άγνωστο και να κυνηγήσουν μια καλύτερη τύχη. Μία τέτοια δυνατότητα έδινε η ενασχόληση με το εμπόριο, το οποίο γνώρισε την εποχή αυτή ιδιαίτερη άνθηση και προσέλαβε κοσμοπολίτικο χαρακτήρα. Πλήθος εμπόρων μετακινούνταν συνεχώς από τα μεγάλα λιμάνια του Αιγαίου μέχρι τις νέες ελληνιστικές πόλεις της Ανατολής ανοίγοντας νέους δρόμους διακίνησης αγαθών. Προϊόντα και είδη πολυτελείας μεταφέρονταν από τη μακρινή Ινδία και τις περιοχές της Αραβίας στο βασίλειο των Πτολεμαίων[27]. Η διοχέτευση στην αγορά από τον Αλέξανδρο του συσσωρευμένου πλούτου των Αχαιμενιδών είχε ως συνέπεια την χωρίς προηγούμενο ανάπτυξη της νομισματικής οικονομίας και τα νομίσματα αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες των εμπορικών σχέσεων της εποχής. Αυτή η κυκλοφορία ρευστού χρήματος επέτρεψε την απόκτηση μεγάλων περιουσιών από τις εμπορικές δραστηριότητες και είχε ως αποτέλεσμα και την ανάπτυξη του τραπεζικού συστήματος. Ιδιαίτερα δραστήριοι στον τομέα αυτό αποδείχτηκαν οι φύλακες των θησαυρών των ναών, οι οποίοι από παλιότερες εποχές συνήθιζαν να φυλάνε τα χρήματα ιδιωτών ή κυβερνητικών αντιπροσώπων. Την εποχή αυτή, πλέον, όμως, με τη συγκατάθεση των τελευταίων, επένδυαν τις καταθέσεις σε δάνεια και άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες και αποκόμιζαν μεγάλα κέρδη[28]. Οι πόλεις του Αιγαίου εξελίχθηκαν σε σημαντικά εμπορικά κέντρα και οι αγορές τους, που συνήθως οργανώνονταν γύρω από ναούς κυρίως ξένων θεοτήτων, γέμισαν καταστήματα, τράπεζες, αλλά και αποθήκες, όπου αποθηκεύονταν προϊόντα για την αντιμετώπιση δύσκολων καταστάσεων[29].
Παράλληλα με την ανταλλαγή και διακίνηση προϊόντων, οι έμποροι, που προέρχονταν από όλες τις γωνιές της ελληνιστικής οικουμένης, αποτελούσαν φορείς ιδεών και αντιλήψεων. Η συνάντηση και η συνεργασία τους στα λιμάνια και τους εμπορικούς σταθμούς της Ανατολικής Μεσογείου συνέβαλε στην αμοιβαία γνωριμία τους και στη διαμόρφωση ενός κοσμοπολίτικού περιβάλλοντος. Η χρήση της ελληνιστικής κοινής (γλώσσας) στις μεταξύ τους συναλλαγές αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα που διευκόλυνε την επικοινωνία τους και την άρση των αντιθέσεων. Έτσι, οι ξένοι έμποροι και οι μέτοικοι βγήκαν από την περιθωριακή τους θέση και απέκτησαν ιδιαίτερη σημασία για την οικονομική και κοινωνική ζωή των πόλεων, πολύ περισσότερο, μάλιστα, από τη στιγμή που έπαιζαν αποφασιστικό ρόλο στην εισαγωγή τροφίμων και σιτηρών σε κρίσιμες περιόδους[30].
Οι συνθήκες αυτές της ελεύθερης και συνεχούς μετακίνησης των πληθυσμών μέσα στα όρια της ελληνιστικής οικουμένης διεύρυνε τους πνευματικούς ορίζοντες των Ελλήνων, οι οποίοι ήρθαν σε επαφή και επικοινωνία με τους ανθρώπους της Ανατολής, που διέθεταν διαφορετικές πολιτιστικές και θρησκευτικές παραδόσεις. Η γνωριμία αυτή σε συνδυασμό με την κρίση των κλασικών ιδανικών της πόλης-κράτους και το αίσθημα ανασφάλειας και απομόνωσης, που προκαλούσαν οι αντίξοες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, κλόνισε τις παραδοσιακές θρησκευτικές αντιλήψεις του αρχαιοελληνικού κόσμου. Η κρίση, βέβαια, αυτή και η αμφισβήτηση της παράδοσης δεν οδήγησε σε μία πλήρη εξαφάνιση των πατρογονικών θεών[31]. Ναοί προς τιμήν τους συνέχισαν να ανεγείρονται με ιδιαίτερα έντονους ρυθμούς κατά την ελληνιστική περίοδο τόσο στην κυρίως Ελλάδα και στα νησιά, όσο και στις πόλεις της Ανατολής. Οι διάδοχοι του Μ. Αλεξάνδρου φρόντισαν να θέσουν την εξουσία τους υπό την προστασία κάποιου θεού του Ολύμπου, προκειμένου να πετύχουν τη νομιμοποίησή της, και έτσι ανέγειραν ναούς προς τιμήν τους[32]. Στην ανοικοδόμησή τους είναι ιδιαίτερα έντονες νέες κατευθύνσεις και αλλαγές στην τεχνοτροπία, που χαρακτηρίζονταν από μία τάση προς το μνημειώδες και κολοσσιαίο. Ο πλούτος και η διάθεση των ελληνιστικών ηγεμόνων να τον ξοδεύουν για να κοσμούν τις πόλεις οδήγησε σε μία αφθονία διακόσμησης και σε ένα εξεζητημένο σύστημα δόμησης, που ερχόταν σε αντίθεση με το αίσθημα του μέτρου της κλασικής περιόδου. Οι ναοί συνοδεύονταν από μνημειώδεις βωμούς και διακοσμούνταν με έργα γλυπτικής προκειμένου να επιτευχθεί η εντύπωση της μεγαλοπρέπειας, που χαρακτηρίζει τη διάθεση για πολυτέλεια και σπατάλη της ελληνιστικής εποχής[33].
Ωστόσο, οι άνθρωποι της εποχής, που βίωναν τις συνεχείς αλλαγές και μεταβολές σε όλα τα επίπεδα της ζωής τους την περίοδο αυτή, ένιωθαν όλο και περισσότερο ότι ήταν έρμαια μιας αδυσώπητης τύχης. Οι θεοί του Ολύμπου δεν μπορούσαν να τους βοηθήσουν μπροστά στις απότομες μεταπτώσεις της, καθώς έμεναν απόμακροι, απομονωμένοι στην ολύμπια κατοικία τους. Κατά τις μετακινήσεις τους, όμως, στις πόλεις της Ανατολής και τη γνωριμία τους με τους λαούς των περιοχών αυτών, οι Έλληνες ήρθαν σε επαφή με τις επιβλητικές ανατολικές λατρείες, που παρείχαν μία διαφορετική προοπτική ανακούφισης από τα καθημερινά προβλήματα της ζωής τους. Οι θεότητες των λατρειών αυτών κατοικούσαν στη γη, ανάμεσα στους ανθρώπους, άκουγαν τις επικλήσεις τους και ήταν πρόθυμοι να τους βοηθήσουν, όποτε τους το ζητούσαν[34]. Η συμμετοχή στη λατρεία τους προϋπέθετε τη μύηση και η ένταξη σ’ αυτήν αποτελούσε θέμα προσωπικής επιλογής. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, συγκροτούσαν κλειστές ομάδες, οι οποίες υπόσχονταν στους πιστούς την αποκάλυψη κάποιου μυστικού, που θα οδηγούσε σε μία διαφορετική προσέγγιση του θείου και στη σωτηρία από την καταδυνάστευση της τυφλής τύχης. Συγχρόνως, με την ένταξή τους σ’ αυτές τις λατρευτικές ομάδες οι άνθρωποι της εποχής ένιωθαν και πάλι τη χαμένη αίσθηση της κοινωνίας και ασφάλειας μέσα σε ένα οριοθετημένο κοινωνικό σύνολο, που προσδιόριζε την ταυτότητά τους και τους διαφοροποιούσε από τους μη-μυημένους. Καθώς πίστευαν ότι ήταν οι «εκλεκτοί» των θεών αυτών, που θα τους παρείχαν σωτηρία, ένιωθαν και πάλι προστατευμένοι από τις συνεχείς μεταβολές και την αβεβαιότητα, που χαρακτήριζαν την εποχή[35]. Βέβαια, η συμμετοχή σ’ αυτές τις λατρείες συνιστούσε μία εναλλακτική μορφή θρησκευτικότητας και δεν καθόριζε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του ανθρώπου, ούτε ερχόταν σε αντίθεση με τους πατρογονικούς θεούς. Μάλιστα, στην οργάνωσή τους τα μυστήρια επηρεάστηκαν σημαντικά από τον ελληνικό τρόπο σκέψης και τις διάφορες τοπικές παραδόσεις, κατά τη διάδοσή τους στο χώρο του Αιγαίου[36].
Είναι αξιοσημείωτο ότι οι ανατολικές λατρείες βρήκαν πρόσφορο έδαφος για να διαδοθούν, κυρίως, στα λιμάνια και τα εμπορικά κέντρα, όπου η επικράτηση ενός κοσμοπολίτικου πνεύματος συνέβαλλε στην υποχώρηση της αμοιβαίας καχυποψίας και τη διάθεση για ανταλλαγή ιδεών και αντιλήψεων. Οι έμποροι, μάλιστα, αποτελούσαν κατεξοχήν κατηγορία ανθρώπων, που οργανώνονταν σε θρησκευτικούς θιάσους, καθώς συσχέτιζαν στενά το εμπόριο με τη θρησκεία. Μέσα στους κόλπους των ομάδων αυτών αναπτύσσονταν ισχυροί δεσμοί, που αντικατέστησαν τους αντίστοιχους φυλετικούς και οικογενειακούς, και επικρατούσε ένα πνεύμα ισότητας και συναδέλφωσης. Στις περισσότερες πόλεις, που αποτελούσαν σημαντικούς εμπορικούς σταθμούς, ιερά ξένων, κυρίως, θεοτήτων ανεγείρονταν στην αγορά τους, όπου οι έμποροι συγκεντρώνονταν για να ανταλλάξουν όρκους ως μέλη θιάσων, αλλά και για να γιορτάσουν σημαντικές στιγμές της ζωής τους[37]. Έτσι, η αγορά μετασχηματίστηκε σε οικονομικό και θρησκευτικό κέντρο, όπου συγκεντρώνονταν πλήθος ανθρώπων από διαφορετικές περιοχές, πολιτισμούς και παραδόσεις, συναλλάσσονταν και επικύρωναν τις συναλλαγές τους με όρκους στους θεούς.
Οι μεταβολές, που σημειώνονται στα πρότυπα και στις δομές οργάνωσης σε όλα τα επίπεδα της ζωής των ανθρώπων και των πόλεων κατά τη διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων, είναι ενδεικτικές της ευελιξίας και της προσαρμοστικότητάς τους στα νέα δεδομένα, που επικράτησαν την περίοδο αυτή. Οι πόλεις ανέπτυξαν μηχανισμούς, που τους επέτρεψαν να επιβιώσουν μέσα στα όρια των ελληνιστικών βασιλείων, βρίσκοντας νέα πεδία δράσης. Αλλά και οι άνθρωποι κατάφεραν να ξεπεράσουν την κρίση ταυτότητας, που οφείλονταν στον κλονισμό των παραδοσιακών αξιών και μορφών της ζωής τους, αναπτύσσοντας μία διαφορετική θεώρηση του κόσμου και νέους τρόπους να καλύπτουν τις ανάγκες και ανησυχίες τους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Billows R., “Cities”, in Erskine (ed.), A companion to the Hellinistic World, (Blackwell Companions to the Ancient World), Malden-Oxford-Carlton, Victoria 2003
2. Burkert W., Μυστηριακές Λατρείες της αρχαιότητας, μετ. Έφη Ματθαίου, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1994
3. Chamoux F., Hellinistic Civillization, (tr. M.Roussel), Malden-Oxford, Melburne-Berlin, 2003
4. Dunand F., «Cultes Egyptiens hors d’ Egypte.Essai d’ Analyse des conditions de diffusion» in: Religions, Pouvoir, Rapport Sociaux (Centre de Recherches d’ Histoire Ancienne, vol.32, Paris 1980
5. Gehrke H.J., Ιστορία του ελληνιστικού κόσμου, μετ. Αγγ.Χανιώτης, Εποπτ.Κ.Μουραζέλης), Αθήνα 2000
6. Green Peter, From Alexander to Actium, London 1990
7. Martin L.H., Οι θρησκείες της ελληνιστικής εποχής, προλεγ. Π.Παχής, μετ.Δ.Ξυγαλατάς, εκδ.Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2004
8. Παχής Π., Ίσις Καρποτόκος, τ. Ι:Οικουμένη. Προλεγόμενα στο συγκρητισμό των ελληνιστικών χρόνων, εκδ. Βάνιας Θεσσαλονίκη 2003
9. Shipley Graham, The Greek World After Alexander, 323-30 B.C., Routledge London and New York
10. Thomson George, Η ελληνική γλώσσα, αρχαία και νέα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 21989
11. Walbank F.W., Ο Ελληνιστικός κόσμος, μετ.Τ.Δαρβέρης, εκδ.Βανιας, Θεσσαλονίκη 1999
[2] L.H.Martin, Οι θρησκείες της ελληνιστικής εποχής, προλεγ. Π.Παχής, σελ.15-16 - Π.Παχής, Ίσις Καρποτόκος, σελ.27-28
[5] H.J.Gehrke, Ιστορία του ελληνιστικού κόσμου, σελ. 78-79 – F.Chamoux, Hellinistic Civillization, σελ.165
[6] F.W.Walbank, Ο Ελληνιστικός κόσμος, σελ. 197 – H.J.Gehrke, Ιστορία του ελληνιστικού κόσμου, σελ.106-107 - F.Chamoux, Hellinistic Civillization, σελ. 167
[7] R. Billows, “Cities”, in Erskine, A companion to the Hellinistic World, σελ. 209, ο Billows υποστηρίζει ότι οι περισσότερες ελληνικές πόλεις, με εξαίρεση την Αθήνα και τη Σπάρτη, δεν είχαν ποτέ ξανά περισσότερη πραγματική αυτονομία από ότι στην ελληνιστική περίοδο.
[9] F.Chamoux, Hellinistic Civillization, σελ.232-233 – H.J.Gehrke, Ιστορία του ελληνιστικού κόσμου, σελ. 83-84
[10] F.Chamoux, Hellinistic Civillization, σελ.232-233 – F.W.Walbank, Ο Ελληνιστικός κόσμος, σελ.197-198
[15] F.W.Walbank, Ο Ελληνιστικός κόσμος, σελ. 198-199 – Π.Παχής, Ίσις Καρποτόκος, σελ.177 - R. Billows, “Cities”, in Erskine, A companion to the Hellinistic World, σελ.211-212
[17] F.W.Walbank, Ο Ελληνιστικός κόσμος, σελ. 198-199 – Π.Παχής, Ίσις Καρποτόκος, σελ.177-179 - R. Billows, “Cities”, in Erskine, A companion to the Hellinistic World, σελ.211-212 – G.Shipley, The Greek World after Alexander, σελ.
[18] Π.Παχής, Ίσις Καρποτόκος, σελ.177
[20] Π.Παχής, Ίσις Καρποτόκος, σελ.86 – έκφραση του F.Dunand, «Cultes Egyptiens hors d’ Egypte.Essai d’ Analyse des conditions de diffusion» in: Religions, Pouvoir, Rapport Sociaux (Centre de Recherches d’ Histoire Ancienne, vol.32, Paris 1980, σελ.96
[21] Π.Παχής, Ίσις Καρποτόκος, σελ.57
[22] Π.Παχής, Ίσις Καρποτόκος, σελ. 35-36, 49, 51-52 - H.J.Gehrke, Ιστορία του ελληνιστικού κόσμου, σελ.112-113
[23] Ένας τέτοιος διαχωρισμός συνέχιζε να υφίσταται, αλλά αναφερόταν, κυρίως, στη διάσταση ανάμεσα στους πολίτες του ελληνιστικού κόσμου και όσους βρίσκονταν έξω από τα όριά του. Π.Παχής, Ίσις Καρποτόκος, σελ. 29-33
[24] Π.Παχής, Ίσις Καρποτόκος, σελ.57
[25] Με εξαίρεση κατά κάποιο τρόπο τους στωικούς, P.Green, From Alexander to Actium, σελ.56 - Π.Παχής, Ίσις Καρποτόκος, σελ.59
[26] Π.Παχής, Ίσις Καρποτόκος, σελ. 16, 90
[27] Π.Παχής, Ίσις Καρποτόκος, σελ.130-133
[29] Ο Green θεωρεί ότι η αποθήκευση προϊόντων για να αντιμετωπιστούν κρίσιμες περίοδοι αποτετελεί ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της οικονομίας της κλασικής, αλλά και ελληνορωμαϊκής εποχής, που στόχευε στην εξασφάλιση της σταθερότητας και όχι της ανάπτυξης. P.Green, From Alexander to Actium, σελ.157 – Ο Π.Παχής δε θεωρεί αυτή την τακτική ένδειξη αποτυχίας του διαμετακομιστικού εμπορίου, αλλά μία προσπάθεια πρόνοιας για την αντιμετώπιση δύσκολων καταστάσεων. Π.Παχής, Ίσις Καρποτόκος, σελ.134
[30] Π.Παχής, Ίσις Καρποτόκος, σελ.94-95, 133
[31] Π.Παχής, Ίσις Καρποτόκος, σελ.315 – L.H.Martin, Οι θρησκείες της ελληνιστικής εποχής, προλεγ. Π.Παχής, σελ.22
[35] W.Burkert, Μυστηριακές Λατρείες της αρχαιότητας, σελ. – L.H.Martin, Οι θρησκείες της ελληνιστικής εποχής, προλεγ. Π.Παχής, σελ.
[37] Π.Παχής, Ίσις Καρποτόκος, σελ.151 – για τους θιάσους και την οργάνωσή τους επίσης στο W.Burkert, Μυστηριακές Λατρείες της αρχαιότητας, σελ.62-64
Ολυμπία Παναγιωτίδου