Συναίσθημα: Νευρογνωσιακή βάση και μοντέλα - P. Q. Deeley, Neurocognitive models of emotion

Ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει εξελιχθεί για να επεξεργάζεται κάποια γεγονότα-ερεθίσματα και να αναγνωρίζει ότι αυτά επιφέρουν εγγενώς ανταμοιβή ή αποστροφή. Τέτοια μη-μαθημένα ερεθίσματα ορίζονται ως πρωτογενείς ενισχυτές (primary reinforcers) (Rolls 1999). Ο εγκέφαλος γρήγορα συνδέει ουδέτερα ερεθίσματα που συνδέονται στο χώρο και στο χρόνο με πρωτογενείς ενισχυτές, με αποτέλεσμα τα ερεθίσματα αυτά να προκαλούν παρόμοιες υποκινούσες ή συναισθηματικές αποκρίσεις.
Με τον τρόπο αυτό αυτά τα ουδέτερα ερεθίσματα γίνονται δευτερεύοντες ενισχυτές (secondary reinforcers) (Rolls 1999, 2000). Αυτό το μοντέλο νευρωνικής βάσης της εξαρτημένης μάθησης είναι γνωστό ως "Hebbian plasticity", από τον αρχικό υποστηρικτή της, Donald Hebb. Κάποιες φορές μάλιστα συνοψίζεται στη φράση "νευρώνες που πυροδοτούνται μαζί, "καλωδιώνονται" μαζί" (LeDoux 1998; Rolls 2000).
     Στους ανθρώπους η εξαρτημένη μάθηση είναι ενσωματωμένη στη συμβολική νόηση. Νοητικές αναπαραστάσεις που βασίζονται στα σύμβολα, όπως είναι το νόημα των λέξεων ή αυτοβιογραφικές αναμνήσεις, συνήθως αποκτούν συναισθηματικές συνδέσεις και έτσι λειτουργούν ως ενισχυτές από μόνες τους. Η ανθρώπινη νόηση είναι επαρκώς πολύπλοκη για να επιτρέπει σημαντικές διακρίσεις μεταξύ τύπων αλληλεπίδρασης ανάμεσα στον εαυτό και στον κοινωνικό κόσμο, που κάθε μία συνδέεται με διαφορές στη γνωσιακή-συναισθηματική απόκριση (για παράδειγμα η διάκριση μεταξύ ενοχής και ντροπής, Eisenberg 2000). Η ανθρώπινη νόηση διακρίνεται επίσης από την ικανότητα "μετα-αναπαράστασης", επιτρέποντας συναισθηματικές αποκρίσεις να γίνονται αντικείμενα προβληματισμού και να συμβάλλουν έτσι στην αυτογνωσία. Όπως το θέτουν οι Harre και Secord, "οι άνθρωποι, ανάμεσα στα άλλα ζώα, μπορούν να παρακολουθούν τις παρακολουθήσεις τους" (Harre & Secord 1972).
     Τα αμύγδαλα και ο κογχομετωπιαίος φλοιόν αποτελούν βασικές περιοχές σύνδεσης που λαμβάνουν και ενσωματώνουν πολλαπλές πηγές αισθητηριακών πληροφοριών, αντιπροσωπεύουν την κινητήρια και συναισθηματική αξία των πρωτογενών ενισχυτών, καθώς επίσης απομνημονεύουν συνδέσεις με δευτερογενείς ενισχυτές (Davidson & Irwin 1999; Rolls 1999, 2000). Οι αφηρημένες αναπαραστάσεις επίσης γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας αυτών των συστημάτων αξιολόγησης (O'Doherty  et al. 2001; Phelps et al. 2001). Και οι δύο δομές, μεταξύ άλλων, βοηθούν να ορχηστρωθεί το σύστημα διέγερσης, η ενδοκρίνη και οι αυτόνομες αποκρίσεις στα συναισθηματικά ερεθίσματα (Davidson & Irwin 1999; Robins & Everitt 1995; Rolls 1999). Ο νησιωτικός και σωματοαισθητικοί φλοιοί αντιπροσωπεύουν την αισθητηριακή ανάδραση (feedback), συμβάλλοντας στη σύνδεση των συναισθημάτων με διαφορετικά είδη συναισθηματικής διέγερσης (Craig 2004q Critchley te al. 2004; Damasio 2000). Η συναισθηματική νευροεπιστήμη έχει σημειώσει γρήγορη πρόοδο στη χαρτογράφηση των νευρωνικών και σωματικών συστημάτων που εμπλέκονται στην παραγωγή συναισθηματικών αποκρίσεων και στην εξαρτημένη σύνδεσή τους με άλλα γνωσιακές αναπαραστάσεις (Damasio 1994, 2000; βλ. Rolls 1999 για διαφορετική έμφαση).
     Πρόσφατα νευρογνωσιακά μοντέλα ηθικής κοινωνικοποίησης συμπεριλαμβάνουν την εξαρτημένη μάθηση. Ο Blair προτείνει ότι τα κοινωνικά-συναισθηματικά σήματα, όπως είναι οι εκφράσεις του προσώπου που δείχνουν συναισθήματα, λειτουργούν ως έμφυτοι ενισχυτές. Η επιθετική συμπεριφορά προκαλεί ίχνη θλίψης στα θύματά της (φωνητικές εκφράσεις ή εκφράσεις του προσώπου που δείχνουν φόβο  ή λύπη), που παράγουν έμφυτες αποκρίσεις στο δράστη ή σε άλλους παρατηρητές: πρόκληση αποστροφής και αναστολή της συμπεριφοράς. Οι γνωσιακές αναπαραστάσεις πράξεων που παράγουν αυτές τις αποκρίσεις (ηθικές παραβάσεις) αποκτούν συναισθηματικές συνδέσεις αποστροφής, που περιορίζουν τη μετέπειτα συμπεριφορά. Αυτή η τυπική για το είδος μας συναισθηματική μάθηση αποτελεί τη βάση για την ανάπτυξη της ενσυναίσθησης, που βασίζεται στην κοινωνική αναφορά - η ικανότητα να προσδιορίζει κανείς προς τα πού κατευθύνεται η ματιά του άλλου και από αυτό να υπολογίζει σε τι αναφέρεται στο πλαίσιο μίας κοινωνιής ανταλλαγής - αλλά και της νοητικοποίησης, που επιτρέπει να αναπαριστά κανείς στο νου τους τις νοητικές καταστάσεις στις οποίες βρίσκονται οι άλλοι.  
Το κείμενο αποτελεί μετάφραση και απόδοση στα ελληνικά του σχετικού κεφαλαίου του P. Q. Deeley, Neurocognitive models of emotion, σελ. 254-255
Διαβάστε περισσότερα στο: 
Peter Q Deleey, "The Religious Brain. Turning ideas into convinctions", Anthropology & Medicine Vol. 11, No. 3 December 2004, pp. 245–267

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου