Μία προκαταρκτική προσέγγιση στο μυστήριο του θανάτου... από την πλευρά του νου μας...
Ο θάνατος αποτελεί το μεγαλύτερο μυστήριο για τους ανθρώπους. Όλοι γνωρίζουν ότι αποτελεί το αναπόφευκτο τέλος της ζωής, αλλά κανένας δεν γνωρίζει με σιγουριά τη φύση του, τις αιτίες του και την ενδεχόμενη σημασία του.[i]
Οι άνθρωποι έρχονται καθημερινά αντιμέτωποι με καταστάσεις, οι οποίες απειλούν τη ζωή τους, είτε πρόκειται για καθημερινά ρίσκα, ασθένειες, ατυχήματα, φυσικές καταστροφές είτε απλά για την αίσθηση της αδυναμίας τους μπροστά στις ξαφνικές αλλαγές της τύχης. Ωστόσο, δεν είναι μόνο ο αγώνας και η προσπάθειά τους να αποφύγουν τους κινδύνους για τη ζωή τους που τους γεμίζει άγχος, είναι και η βαθιά γνώση πως ό,τι και να κάνουν, στο τέλος ο θάνατος θα έρθει για όλους και αυτό είναι αναπόφευκτο.
Κοινωνικοί ψυχολόγοι παρατηρούν ότι κάθε σκέψη που σχετίζεται με τη θνητότητα προκαλεί δραματικά γνωσιακά αποτελέσματα, τα οποία συχνά δεν συνδέονται στενά με το ίδιο το γεγονός του θανάτου. Στο πλαίσιο πειραματικών ερευνών, ζητήθηκε από τους μισούς συμμετέχοντες να διαβάσουν μία ιστορία ή ένα άρθρο το οποίο τόνιζε το αναπόφευκτο του θανάτου. Οι άλλοι μισοί διάβασαν μία αθώα ιστορία, στην οποία δεν γινόταν καμία αναφορά στη θνητότητα. Στη συνέχεια ζητήθηκε από όλους να πουν την άποψή τους πάνω σε ένα άσχετο θέμα, το οποίο, για παράδειγμα, είχε να κάνει με το τι ποινή θα έπρεπε να αποδοθεί σε έναν κλέφτη. Η διαφορά στην αντίδραση των δύο ομάδων ήταν αξιοσημείωτη. Εκείνοι που είχαν διαβάσει τις ιστορίες που έδιναν έμφαση στο θάνατο εμφανίζονταν πιο σκληροί και αμείλικτοι στις αντιδράσεις τους στις κοινωνικά αποκλίνουσες συμπεριφορές. Ήταν λιγότερο ανεκτικοί ακόμη και σε μικρότερα αδικήματα, ενώ έκριναν αυστηρά και πράξεις όπως προσβολή εθνικών και ιερών συμβόλων, παρέκκλιση από την ομάδα και πράξεις που ήταν ενάντιες στο κοινωνικό καλό. Όπως προκύπτει, από τις έρευνες αυτές, η συνείδηση του θανάτου και της θνητής μας φύσης φαίνεται ότι προκαλεί έντονα συναισθήματα και μία τάση αποκλεισμού όσων φαίνονται να είναι έστω και λίγο διαφορετικοί από εμάς ή όσων ακολουθούν διαφορετικούς κοινωνικούς κανόνες από τους δικούς μας. Η αιτία βρίσκεται στην τάση των ανθρώπων να εντάσσονται σε ομάδες, οι οποίες παρέχουν μία αίσθηση ασφάλειας και προστασίας από τις εξωτερικές απειλές.
Οι θρησκείες αποτελούν ένα κατεξοχήν μέσο δημιουργίας ομάδων ανθρώπων που ακολουθούν βασικές αρχές συμπεριφοράς και υιοθετούν συγκεκριμένες απόψεις και αντιλήψεις για τον κόσμο, τη ζωή, αλλά και το θάνατο. Όλες οι θρησκείες έχουν κάτι να πουν για το θάνατο. Σύμφωνα με κάποιες θρησκευτικές αντιλήψεις, οι άνθρωποι, όταν πεθαίνουν, γίνονται σκιές που περιφέρονται ανάμεσά μας. Σύμφωνα με άλλες, παραμένουν νεκροί περιμένοντας την τελική κρίση. Άλλες πάλι υποστηρίζουν ότι, όταν το σώμα πεθαίνει, η ψυχή ξανάρχεται στον κόσμο με άλλη μορφή. Μία σύνδεση ανάμεσα σε υπερφυσικά όντα και αναπαραστάσεις για το θάνατο υπάρχει πάντα σε όλα τα θρησκευτικά συστήματα, ακόμη και αν παίρνει διαφορετικές μορφές.
Ο άνθρωπος διαθέτει συγκεκριμένα προγράμματα συναισθημάτων και νοητικές αναπαραστάσεις που σχετίζονται με το θάνατο. Οι αναπαραστάσεις αυτές είναι πολύπλοκες και δεν φαίνεται να συμφωνούν απόλυτα μεταξύ τους, επειδή διαφορετικά νοητικά συστήματα ενεργοποιούνται, όταν σκεφτόμαστε το θάνατο. Αποτελούν, ωστόσο, το βασικό υπόβαθρο, το οποίο μπορεί να εξηγήσει το πώς και γιατί οι θρησκευτικές ιδέες για το θάνατο είναι τόσο σημαντικές.
Σε ένα πρώτο επίπεδο, οι ανθρωπολόγοι έχουν διαπιστώσει ότι η επίσημη θεολογική ερμηνεία του θανάτου, που προσφέρεται από τους ιερείς και τους θεολόγους οποιουδήποτε θρησκευτικού συστήματος, αποτελεί μία μαθημένη, ρητή εξήγηση που δίνουν οι άνθρωποι, όταν ερωτώνται για το τι απέγινε, για παράδειγμα, ένα αγαπημένο τους πρόσωπο που απεβίωσε. Η παρατήρηση, ωστόσο, της συμπεριφοράς τους και των προτάσεων που διατυπώνουν για το νεκρό είναι πολύ περισσότερο αποκαλυπτική.
Καταρχήν, ο θάνατος οδηγεί στη γνώση ότι το γεγονός αυτό αποτελεί το τέλος των βιολογικών διαδικασιών ενός ατόμου, όπως της ανάπτυξης, της θρέψης κλπ, την αδυναμία της κίνησής του στο χώρο, την απουσία προθέσεων και στόχων που παράγουν συγκεκριμένες συμπεριφορές, και την έλλειψη νοητικών αναπαραστάσεων στο νου του. Αυτές οι διαφορετικές όψεις και λειτουργίες ενός οργανισμού γίνονται αντιληπτές και αφομοιώνονται από τον ανθρώπινο νου μέσω της λειτουργίας διαφορετικών νοητικών συστημάτων.
Όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με νεκρούς, και ακόμη περισσότερο όταν αυτοί οι νεκροί είναι κοντινά μας πρόσωπα, διεγείρεται στο νου μας ένα πολύπλοκο σύνολο συνεπαγωγών, που παράγονται από διαφορετικά νοητικά συστήματα του εγκεφάλου μας. Η θέα ενός νεκρού ατόμου ενεργοποιεί καταρχήν συνεπαγωγές από το ιδιαίτερο νοητικό σύστημα, που διαθέτουμε για την ανίχνευση ζωής στο περιβάλλον μας. Το σύστημα αυτό μας δημιουργεί τις σκέψεις ότι το συγκεκριμένο άτομο δεν εκτελεί πλέον τις βασικές λειτουργίες της ζωής, δεν αναπνέει, δεν τρώει, δεν κινείται, δεν έχει στόχους και επιθυμίες κ.ο.κ. Από την άλλη πλευρά, όμως, το ιδιαίτερο νοητικό μας σύστημα, το οποίο αποθηκεύει πληροφορίες για τα πρόσωπα που γνωρίζουμε, δεν σταματά αυτόματα να λειτουργεί, όταν ένα γνωστό μας πρόσωπο πεθάνει, αλλά συνεχίζει να στέλνει πληροφορίες για το άτομο αυτό, για τις προηγούμενες πράξεις τους, τους στόχους τους, τις επιθυμίες του, τις συνήθειές του, σαν το άτομο αυτό να είναι ακόμη στη ζωή.
Ένα άμεσο σύμπτωμα αυτής της σύγκρουσης που επέρχεται ανάμεσα στα δύο αυτά νοητικά μας συστήματα είναι οι αυθόρμητες φράσεις που διατυπώνουμε για το τι αρέσει, τι προτιμά, τι επιθυμεί ένα άτομο, το οποίο ωστόσο είναι νεκρό. Ακούμε, για παράδειγμα, συχνά τη φράση «θα του άρεζε να κάναμε την τελετή με αυτόν τον τρόπο», «ό,τι κάνουμε το κάνουμε γιατί αυτό θα ήθελε και ο ίδιος», κ.α. Τέτοιες σκέψεις, ωστόσο, λειτουργούν καταναγκαστικά για τους ζωντανούς, οι οποίοι πασχίζουν να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες και τις αρχές ενός προσώπου, το οποίο, όμως, είναι νεκρό και δεν έχει πλέον επιθυμίες και αρχές.
Ένα άλλο παρόμοιο σύμπτωμα της αδυναμίας του Συστήματος Αναγνώρισης Προσώπων να αφομοιώσει και να επεξεργαστεί πληροφορίες από το Σύστημα Ανίχνευσης Ζωής, είναι το αίσθημα της ενοχής που συχνά έχουν οι άνθρωποι που χάνουν κάποιο αγαπημένο τους πρόσωπο. Στην ίδια δυσλειτουργία οφείλονται και τα αισθήματα θυμού, αγανάκτησης και δυσανασχέτησης που μπορεί να αισθανόμαστε για το νεκρό, που πέθανε και μας εγκατέλειψε. Στην ουσία τους, τέτοιου είδους συμπτώματα οφείλονται στη νοητική σύγκρουση που δημιουργείται στο δικό μας νου, ο οποίος έρχεται αντιμέτωπος με μία αδιανόητη κατάσταση, αυτή του θανάτου και μας προκαλεί δυσάρεστα συναισθήματα.
Όλοι μας, άλλωστε, διαισθητικά αισθανόμαστε ότι το σώμα και ο νους μας αποτελούν διαφορετικές ουσίες. Αυτή η διαισθητική υπόθεση καθιστά αδιανόητη για μας τη σκέψη ότι ο νους μπορεί να εξαφανιστεί ως αποτέλεσμα της καταστροφής του σώματος. Και αφού ο νους εξακολουθεί να υπάρχει, οι άνθρωποι ακολουθούν συγκεκριμένες τελετές προκειμένου να διευκολύνουν την ψυχή να αποδεσμευτεί από το σώμα, αλλά και για να αποφύγουν οποιουσδήποτε μολυσματικούς κινδύνους θα μπορούσε να φέρει το πτώμα, ενώ παράλληλα συνεχίζουν να διατυπώνουν υποθέσεις για τη συναισθηματική κατάσταση, τις επιθυμίες και τις επιταγές του νεκρού.
Όπως διαφαίνεται από τα παραπάνω, το γεγονός του θανάτου δημιουργεί μία γνωσιακή σύγχυση στο νου των ανθρώπων που προσπαθούν να τον αιτιολογήσουν, να τον εξηγήσουν και να πλέξουν μία ιδιαίτερη ιστορία γύρω από αυτόν και για ό,τι τον ακολουθεί. Είναι, ωστόσο, χαρακτηριστικό ότι τέτοιες σκέψεις, αλλά και τα συναισθήματα που έχουμε προς το νεκρό αμβλύνονται καθώς περνάει ο χρόνος. Σταδιακά το Σύστημα Αναγνώρισης Προσώπων σταματά να στέλνει συνεπαγωγές για το πρόσωπο που χάσαμε και σιγά σιγά συνειδητοποιούμε και κάνουμε σκέψεις για το γεγονός του θανάτου του, κρατώντας στο νου μας μόνο τις αναμνήσεις που έχουμε από αυτό. Η διαδικασία αυτή εξελίσσεται παράλληλα με την πορεία προσαρμογής των ανθρώπων στα νέα δεδομένα, που συνεπάγεται ο θάνατος ενός αγαπημένου τους προσώπου και τα οποία αλλάζουν τις συνήθειες και τον τρόπο ζωής τους. Η προσαρμοστική ικανότητα του ανθρώπινου είδους, ο τρόπος λειτουργίας των μνημονικών μας συστημάτων και η σταδιακή αποκατάσταση της αρμονίας των νοητικών μας συστημάτων είναι οι βιολογικοί εκείνοι μηχανισμοί που μας καθιστούν ικανούς να ξεπερνούμε την εμπειρία του θανάτου αγαπημένων μας προσώπων σε φυσιολογικές συνθήκες. Εξαιτίας των διαδικασιών αυτών ο χρόνος που περνάει λειτουργεί θεραπευτικά στις ψυχολογικές, συναισθηματικές και νοητικές διαταραχές που προκαλεί το γεγονός του θανάτου.
[i] Για μία λεπτομερέστερη προσέγγιση στη σχέση θανάτου και θρησκείας, αλλά και στους νοητικούς μηχανισμούς των ανθρώπων που εμπλέκονται κατά την επαφή τους με ένα νεκρό πρόσωπο βλ. Boyer, P., 2008, Και Ο Άνθρωπος Έπλασε τους Θεούς. Μία γνωσιακή προσέγγιση της θρησκείας, επιμ. Π. Παχής, μεταφ. Δ. Ξυγαλατάς - Ν. Ρουμπέκας, Βάνιας: Θεσσαλονίκη, σελ. 291-326
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου