Krippner, S. and Combs, A., "Self-Organization in the Dreaming Brain".

Μετάφραση άρθρου από τη σελίδα:  http://www.stanleykrippner.com/papers/self-organization_dreamingbrain.htm

Το άρθρο αυτό προσεγγίζει τη συνείδηση κατά τις στιγμές που ονειρευόμαστε μέσα από μία εξέταση της αυτοοργάνωσης των ιδιοτήτων του εγκεφάλου κατά τον ύπνο. Αυτή η θεώρηση  παρέχει ένα βήμα προς τη συμφιλίωση των προσπαθειών για την κατανόηση της διαδικασίας του ονείρου με βάση τον εγκέφαλο και με βάση το περιεχόμενο. Στο άρθρο αυτό υποστηρίζεται ότι ο εγκέφαλος μπορεί να κατανοηθεί ως ένα πολύπλοκο σύστημα αυτοοργάνωσης, το οποίο ανταποκρίνεται κατά τη διάρκεια των ονείρων σε υπολειμματικά συναισθήματα και αναμνήσεις. Η υπερ-ανταπόκριση του εγκεφάλου το διάστημα που βλέπουμε όνειρα εξετάζεται από την πλευρά της τάσης πολύπλοκων συστημάτων, που μοιάζουν χαοτικά, να ανταποκριθούν σε μικρές μεταβολές των αρχικών συνθηκών (φαινόμενο της πεταλούδας) και να ενισχύσουν τα λεπτά συναισθηματικά και γνωσιακά σήματα μέσω του μηχανισμού του στοχαστικού συντονισμού, όλα σε συνδυασμό με τις ψυχοφυσιολογικές αλλαγές στον εγκέφαλο κατά τη διάρκεια τόσο του ύπνου βραδέων κυμάτων όσο και κατά τη διάρκεια ονείρων στον ύπνο REM. Τέτοιες αλλαγές περιλαμβάνουν την ενεργή αναστολή της διέγερσης που προκαλείται από το εξωτερικό περιβάλλον και, ιδιαίτερα στον ύπνο REM, μεταβολές στα κύρια νευροτροποποιητικά συστήματα του εγκεφάλου, βομβαρδισμός του οπτικού φλοιού  με εκρήξεις PGO δραστηριότητας, αυξήσεις στη δραστηριότητα του μεταιχμιακού συστήματος του εγκεφάλου και μία μείωση της δραστηριότητας των προμετωπιαίων περιοχών.

Λέξεις κλειδιά: εγκέφαλος, συνείδηση, όνειρο, αυτο-οργάνωση, ύπνος REM

 Ο ύπνος δίνει, εντός ορισμένων ορίων, τη δυνατότητα στον ανθρώπινο εγκέφαλο να ενεργεί από μόνος του, και τα όνειρα είναι το αποτέλεσμα.
Edward Clarke, A Study of False Sight, 1878

Έχει υπάρξει μία ποικιλία θεωρητικών προσεγγίσεων στη διαδικασία που λαμβάνει χώρα όταν ονειρευόμαστε. Έμφαση έχει δοθεί στις γνωσιακές πλευρές της ονειρικής διαδικασίας (Bosinelli, 1995; Foulkes, 1985, 1999; Moffitt, 1995), στις υποκείμενες ψυχοφυσιολογικές διαδικασίες  (Hobson και MacCarley, 1977; Hobson, Pace-Schott και Stickgold, 2000), στο νευρολογικό υπόστρωμα (Jouvet, 1999), όπως επίσης στο διασυνδετικό (Globus, 1989; Hartmann, 1999) και νευρωνικό δίκτυο (Antrobus, 1990, 1991; Crick and Michison, 1986; Fookson και Antrobus, 1992) για την κατανόηση του εγκεφάλου που ονειρεύεται. Η παρούσα εργασία συνδυάζει την ψυχοφυσιολογική προσέγγιση με τα διασυνδετικά και νευρωνικά μοντέλα, που οδηγούν σε εκτιμήσεις για τη γνωσιακή δομή των ονείρων. Εξετάζει τον εγκέφαλο που ονειρεύεται από την πλευρά των δυναμικών νευρολογικών διαδικασιών, που με μέγιστη ακρίβεια περιγράφονται ως χαοτικές (Arderm 1996; Screenivason, Pradman και Rapp., 1999).

Βλέποντας Όνειρα στον Ύπνο REM

Μεγάλο μέρος της έρευνας για τον εγκέφαλο που ονειρεύεται ασχολείται με τον ύπνο REM.  Υπάρχουν δύο λόγοι γι' αυτό. Ο πρώτος έιναι η λανθασμένη αντίληψη ότι τα όνειρα εμφανίζονται μόνο σ' αυτήν την κατάσταση. Ο δεύτερος είναι ότι, καθώς αφυπνίσεις από τον ύπνο REM είναι πιθανότερο να συνδέονται με ανάκληση του ονείρου - ως και δέκα φορές πιο πιθανό σύμφωνα με τπν Foulkes (1962) - ο ίδιος ο REM ύπνος έχει γίνει ένας ευρέως αποδεκτός δείκτης για το ότι ονειρευόμαστε. Έτσι, στις εργαστηριακές και κλινικές συνθήκες υπάρχει συχνά μία ipso facto σύνδεση του REM ύπνου και των ονείρων.
         Ο λόγος γιατί τα όνειρα εμφανίζονται πιο συχνά κατά τον ύπνο REM δεν είναι πλήρως κατανοητός, αλλά είναι προφανές ότι κατά τη διάρκεια της κατάστασης REM ο εγκέφαλος είναι ιδιαίτερα διατεθειμένος να ονειρεύεται. Ένα πράγμα, ωστόσο, φαίνεται βέβαιο, ότι ο εγκέφαλος ενεργά αναστέλει τη λήψη αισθητηριακών πληροφοριών εισερχομένων από το εξωτερικό περιβάλλον κατά τη διάρκεια του ύπνου REM και επίσης μπλοκάρει την κινητήρια έξοδο από τα υψηλότερα κέντρα του εγκεφάλου (Mountcastle, 1974). Μόνο εκείνες οι κινητικές εντολές που στέλνονται στα άκρα του σώματος, δηλαδή στα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών , δίνονται κανονικά, όπως και εκείνες που στέλνονται στα μάτια. Οι τελευταίες έχουν σαν αποτέλεσμα τις γρήγορες κινήσεις των ματιών , από τις οποίες πήρε το όνομά του ο ύπνος REM (Rapid Eye Movement). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι γρήγορες κινήσεις των ματιών σε κάποιες περιπτώσεις ακολουθούν ονειρικές ενατενίσεις (Herman, 1992), αν και είναι αμφίβολο ότι το κάνουν συνήθως (ωστόσο, βλ. Antrobus, 1990). Πράγματι, η παρουσία τους συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με εκρήξεις (ή "κύματα") μεγάλων και φαινομενικά τυχαίων χρονικά "αιχμών" της νευρωνικής δραστηριότητας, που προέρχονται από τη γέφυρα του κατώτερου στελέχους του εγκεφάλου και ταξιδεύουν ανοδικά προς τα έξω γωνιώδη σώματα, από όπου προωθούνται στον πρωτεύοντα οπτικό φλοιό. Αυτά τα γεφυρικά-γωνιώδη-ινιακά  (Pontine - Geniculate - Occipital) κύματα διαδραματίζουν έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην έγκριτη υπόθεση ενεργοποίησης - σύνθεσης, που προτάθηκε για πρώτη φορά από τον Allan Hobson και την ερευνητική του ομάδα το 1977 (Hobson και McCarley, 1977). Η υπόθεση αυτή υποστηρίζει ότι η άφιξη αυτής της κανονικής PGO δραστηριότητας στον ινιακό λοβό λειτουργεί ως ένα ως ένα ισχυρό αδόμητο ερέθισμα, στο οποίο ο εγκέφαλος κατά τον ύπνο αναζητά νόημα, που βρίσκει στη δημιουργία των εικόνων που βιώνουμε ως όνειρα. Από την πρώτη της δημοσίευση η θεωρία του Hobson έχει γνωρίσει μία σειρά αναθεωρήσεων (Hobson, Pace-Schott, Stickgold και Kahn, 1998;  Kahn, Pace-Schott και Hobson, 1997). Η θεωρία έχει διατηρήσει την αρχική της μορφή, ενώ έχει "ακονίσει" τη φυσιολογική της ακρίβεια και έχει επεκταθεί, φτάνοντας να γίνει μία γενική θεωρία των καταστάσεων της συνείδησης και του εγκεφάλου. Η σημερινή μορφή της συντομογραφείται ως AIM και αναφέρεται στον επίπεδο ενεργοποίησης του εγκεφάλου στην κατάσταση της εγρήγορσης, στον ύπνο REM και στον ύπνο NREM, στην πηγή των πληροφοριών που επεξεργάζεται ο εγκέφαλος (εξωτερική και εσωτερική) και στη χημική ρύθμιση (αμινεργική ή χολινεργική) του εγκεφάλου (Hobson, Pace-Schott και Stickgold, 2000).
         Ένα πλεονέκτημα της θεωρίας του Hobson έγκειται στο ότι ο συγχρονισμός των PGO κυμάτων είναι ακανόνιστος και γενικά (όχι με ακρίβεια) συσχετίζεται με τη REM δραστηριότητα. Επίσης, συμβάλλει στο να τεθεί σε προοπτική το γεγονός ότι τα ζώα αντισταθμίζουν την απώλεια PGO δραστηριότητας σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι τον χαμένο χρόνο REM (Dement, Ferguson, Cohn και Barchas, 1969). Μάλιστα ένα τουλάχιστον πρωτόγονο θηλαστικό, η έχιδνα (spiny anteater) εκηλώνει περιόδους PGO δραστηριότητας στο στέλεχος του εγκεφάλου του κατά τη διάρκεια του ύπνου, ενώ δεν παρουσιάζει καμία απολύτως REM δραστηριότητα (Finkbeiher, 1998).
         Η θεωρία, ωστόσο, δεν στερείται δυσκολιών. Από φυσιολογική άποψη μετατοπίζει και προάγει τη διάχυση της διέγερσης του εγκεφαλικού φλοιού από το στέλεχος του εγκεφάλου στη θέση όπου εισέρχονται τα οπτικά αισθητήρια ερεθίσματα (Vogel, 1978). Αυτή η ασυνέπεια είναι ιδιαίτερα προβληματική, αν αποδειχθεί ότι το σημείο διαφοροποίησης του Foulkes (1999) είναι σωστό, ότι δηλαδή τα βρέφη, που εμφανίζουν μεγάλο ποσοστό REM ύπνου, στην πραγματικότητα δεν ονειρεύονται σχεδόν καθόλου (αλλά βλ. επίσης Hobson, Pace-Schott και Stickgold, 2000, για ένα αξιοσημείωτο αντεπιχείρημα). Από ψυχολογική άποψη, η προσέγγιση του Hobson θέτει την ονειρική δραστηριότητα υπό τον έλεγχο του φαινομενικά τυχαίου PGO βομβαρδισμού, που προέρχεται από τα παλαιότερα και κατώτερα επίπεδα του εγκεφάλου.
         Ο Hobson, ωστόσο, δεν ακολούθησε έναν άκαμπτο αναγωγισμό. Το 1993 ο ίδιος και ο συνάδελφός του, David Kahn, δημοσίευσαν μία διερεύνηση της ιδέας ότι οι ονειρικές εμπειρίες είναι εν μέρει ένα παράγωγο των τάσεων αυτο-οργάνωσης στον εγκέφαλο κατά τη διάρκεια του ύπνου REM (Kahn και Hobsonb, 1993).  Η παρουσίασή τους κινήθηκε πέρα από την έννοια των ονείρων ως τυχαίων γεγονότων στον εγκέφαλο, αλλά δεν διατύπωνε ακόμη τις πραγματικές διαμορφωτικές διαδικασίες που θα μπορούσαν να αποτελούν τη βάση του ότι βλέπουμε όνειρα. Πρόσφατα οι γράφοντες έχουν συνεργαστεί με τον Kahn προκειμένου να αναπτύξουν μία περισσότερο λεπτομερή κατανόηση της ονειρικής διαδικασίας του εγκεφάλου, η οποία καλύπτει το παραδοσιακό χάσμα ανάμεσα στη νευροβιολογία των ονείρων και στη μελέτη του περιεχομένου τους (Kahn, Combs και Krippner, 1998).

Η αυτο-οργάνωση του εγκεφάλου στα όνειρα REM

Η βασική ιδέα της επιστημονικής ανακοίνωσης των Kahn, Combs και Krippner είναι ότι ο εγκέφαλος που ονειρεύεται "αναπαύεται" σε φυσικές μορφές αυτο-οργανωτικής δραστηριότητας,, που συχνά ανατανακλούν τις υπολειμματικές διαθέσεις, τις αγωνίες και τις έγνοιες της ζωής σε φάση επαγρύπνησης. Για να το κατανοήσουμε αυτό, υπενθυμίζουμε ότι ο εγκέφαλος, ενώ ονειρεύεται, είναι βυθισμένος σε κάτι που μοιάζει με δεξαμενή αισθητηριακής απομόνωσης και είναι αποκομμένος από τις επιρροές των εξωτερικών αισθητηριακών εισερχομένων. Στην κατάσταση αυτή, τα πρότυπα εγκεφαλικής δραστηριότητας μπορούν να χαλαρώνουν σε μορφές που εξαρτώνται κατά κύριο λόγο από τις εσωτερικές συνθήκες (Antrobus, 1990). Σκεφτείτε, για παράδειγμα, τι συμβαίνει όταν πέφτει άμμος πάνω σε μία δονούμενη επιφάνεια, όπως είναι η μεμβράνη ενός τυμπάνου ή ένα ορχηστρικό σύμβολο. Η άμμος χορεύει σχηματίζοντας περίπλοκα σχήματ, που είναι χαρακτηριστικά της φυσικής δυναμικής κάτω από τη δονούμενη επιφάνεια. Τέτοια σχήματα έχουν χρησιμοποιηθεί στη μελέτη του συντονισμού των οργάνων, όπως είναι τα βιολιά. Στη θεωρία του χάους, το σχήμα που δημιουργείται από τη δονούμενη άμμο ορίζεται ως ελκυστής (attractor), που είναι το σύνολο σημείων το οποίο σχηματίζει το φυσικό σύστημα της άμμο πάνω σε μία δονούμενη επιφάνεια. Ελκυστές μπορούμε επίσης να δούμε σε ρευστά συστήματα, όπως τα πολύπλοκα σχήματα των κυματισμών που εμφανίζονται στο νερό που ρέει πάνω και γύρω από πέτρες σε ένα ρυάκι. Κάποιος μπορεί να διαταράξει ένα τέτοιο κύμα βυθίζοντας το χέρι του στο νερό και διαταράσσοντας το ρεύμα, αλλά, εκτός και αν μετακινηθούν οι ίδιοι οι βράχοι, τα σχήματα θα αποκατασταθούν γρήγορα. Η ιδέα εδώ είναι ότι η πολύπλοκη ηλεκτροχημική δραστηριότητα του εγκεφάλου, κατά τη διάρκεια που κοιμόμαστε και ονειρευόμαστε, κατά παρόμοιο τρόπο βρίσκει τους δικούς του έμφυτους σχηματισμούς. Αυτή η αντίληψη είναι όμοια με την εφαρμογή από τον Globus (1989) στη φάση που βλέπουμε όνειρα της αρχής της αρμονίας, που ακολουθούν τα διασυνδετικά δίκτυα.
         Σύμφωνα με τη δική μας οπτική, τα σχήματα δραστηριότητας που αναπτύσσονται με τον καιρό στον εγκέφαλο που ονειρεύεται βιώνονται ως αφηγήσεις, που εκτυλίσσονται στα όνειρα (Comps και Krippner, 1998). Προτείνουμε ότι, ενώ οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ξεδιπλώνονται τα σχήματα αυτά είναι διαφορετικά ατα όνειρα από ότι σε κατάσταση εγρήγορσης, οι θεμελιώδεις αρχές που διέπουν τη δημιουργία τους είναι οι ίδιες. Η αρχή έχει γίνει με την εξέταση των αρχών αυτών στα γνωσιακά συστήματα (Hardy, 1998; Kampis, 1991; Port και van Gelder, 1995; Tschacher και Dauwalder, 1999), στα αλγοριθμικά συστήματα (Goertzel, 1994, 2000) και σε σχέση με τη φαινομενολογία του νου (Combs, 1996; Combs και Krippner, 1998). Η βασική ιδέα σε κάθε περίπτωση αφορά πολύπλοκα χαοτικά συστήματα που περιλαμβάνουν πολλαπλές διαδικασίες, οι οποίες αληλεπιδρούν μεταξύ τους προκειμένου να δημιουργηθούν νέες διαδικασίες. Αυτές με τη σειρά τους αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και ούτω καθ' εξής. Από αυτό το περίπλοκο μείγμα αλληλεπιδράσεων αναδύονται περισσότερο ή λιγότερο σταθερά σύνολα διαδικασιών που εξελίσσονται στο χρόνο. Υπάρχουν αξιοσημείωτα στοιχεία που δείχνουν ότι πολλές εγκεφαλικές διαδικασίες θα μπορούσαν να κατανοηθούν με βάση τέτοιες δυναμικές (Basae, 1990; Freeman και Barrie, 1994; Halaz, 1995; Jeong, Joung και Kim, 1998; Pribram, 1995; Robertson και Combs, 1995; Screenivason, Pradhan και Rapp, 1999). Φυσικά, τα εξελισσόμενα σχήματα νευρωνικής δραστηριότητας στον εγκέφαλο και τα αναδυόμενα περιεχόμενα του ονείρου χρειάζονται να έχουν μόνο μία τυπική σχέση μεταξύ τους. Προχωρώντας περισσότερο, θα βρισκόμασταν αντιμέτωποι με το "δύσκολο πρόβλημα" του Chalmers (1995), τη δυσκολία δηλαδή του να εξηγήσουμε τη νευροχημική βάση της υποκειμενικής ποιότητας της συνειδητής εμπειρίας (qualia). Πιο συγκεκριμένα, σημειώνουμε ότι ο Haskell (1986) έχει πειστικά υποστηρίξει ότι η εμφάνιση φαινομενικά τυχαίας δραστηριότητας στον εγκέφαλο, όπως αποδεικνύεται από τα PGO κύματα, δεν αποκλείει τη λειτουργία ενός συστηματικού και πλήρως λειτουργικού γνωσιακού συστήματο. Στην παρούσα εργασία προτείνουμε ότι τα εμπειρικά στοιχεία των ονείρων, όπως είναι οι σκέψεις, οι αντιλήψεις, τα συναισθήματα κα οι αναμνήσεις, εξαρτώνται πλήρως από υποκειμενικές διαδικασίες του εγκεφάλου, που αλληλεπιδρούν για να εξάγουν εμπειρικά στοιχεία και ούτω καθ' εξής. Όσο ονειρευόμαστε, αυτή η διαδικασία συγχρόνως περιορίζεται και διευκολύνεται από τις ιδιαίτερες συνθήκες του εγκεφάλου στη διάρκεια των ονείρων.
         Επιστρέφοντας στο ρόλο που παίζει η PGO δραστηριότητα στον εγκέφαλο που ονειρεύεται σε κατάσταση REM, προτείνουμε ότι η δραστηριότητα αυτή θέτει το φλοιώδες σύστημα σε κίνηση και το κρατάει εκεί. Πυροδοτήσεις PGO δραστηριότητας φέρουν μαζί του κύματα ισχυρής χολινεργικής διέγερσης στο φλοιό, κρατώντας τον εγκέφαλο σε κίνηση και προσανατολίζοντάς τον ξανά και ξανά σε χαλαρούς σχηματισμούς. Σύμφωνα με αυτόν τον τρόπο σκέψης οι Mamelak και Hobson (1989) έχουν υποστηρίξρι ότι η PGO διέγερση συνδέεται με το υψηλό επίπεδο αφήγησης ή αλλαγών στην αφηγηματική πλοκή, που βιώνονται στα όνειρα REM. Τέτοιες αλλαγές είναι σημαντικά πιο συχνές στον ύπνο REM από ό,τι στον ύπνο βραδέων κυμάτων (Cavallero, Cicogna, Natalie, Occhionero και Zito, 1992; Foulkes, 1962) και μπορεί να είναι ουσιώδεις για την "παραδοξότητα" των ονείρων (Poret και Hobson, 1989).
           Μία από τις μεγαλύτερες συνεισφορές του Hobson και της ομάδας του ήταν η ανακάλυψη ότι κατά τον ύπνο REM ο εγκέφαλος απομακρύνεται από την εκτεταμένη αναστολή που χαρακτηρίζει τη δραστηριότητά του κατά τον ξύπνιο εξαιτίας της κυριαρχίας αμινεργικών νευροχημικών (σεροτονίνη και νορεπινεφρίνη). Με την έναρξη του ύπνου ο εγκεφάλος τίθεται υπό την επιρροή της χολινεργικής νευροχημικής ακετυλοχολίνης, που τον προδιαθέτει σε εύκολη ενεργοποίηση (Hobson, 1998, 1994). Με άλλα λόγια, η δραστηριότητα του εγκεφάλου, όταν ονειρεύεται σε κατάσταση REM, είναι περισσότερο ρευστή και ευμετάβλητη από ό,τι όταν βρίσκεται σε εγρήγορση, επιτρέποντάς του να κινείται εύκολα σε υπολειμματικές μορφές που απέμειναν από τις διαθέσεις και τις έγνοιες της επάγρυπνης ζωής. Μία τέτοια ρευστότητα θα μπορούσε να διευρύνει τους ελκυστές μέσω των οποίων ρέει η εγκεφαλική δραστηριότητα, επιτρέποντας ουσιαστικά να γίνονται ευκολότερες συνδέσεις ανάμεσα σε συναισθήματα, αναμνήσεις και προϊόντα της φαντασίας. Όλα αυτά δείχνουν ότι η ονειρική φαντασία μπορεί να εμφανίσει μεγαλύτερη πρωτοτυπία από ό,τι η φαντασία σε κατάσταση επαγρύπνησης. Μία ιδέα παρόμοια με αυτήν προτάθηκε από τον Hartmann (1999), ο οποίος σημειώνει ότι κατά τη διάρκεια των ονείρων τα νευρωνικά δίκτυα που συγκροτούν τις λειτουργικές διαδικασίες του εγκεφάλου φαίνεται να περιορίζονται λιγότερο από την πραγματικότητα της ημέρας και είναι πιο ανοιχτά σε νέες συνδέσεις. Ο βαθμός συμφωνίας ανάμεσα στην προσέγγιση του Hartmann και της δικής μας φαίνεται από το γεγονός ότι η τυπική ανάλυση των μοντέλων δραστηριότητας σε πολύπλοκα νευρωνικά δίκτυα, όπως εκείνα που βρίσκονται στον εγκέφαλο, συχνά επιτυγχάνεται με αναφορά στους ελκυστές.

Μελέτες της Εγκεφαλικής Δραστηριότητας Κατά τον Ύπνο REM

Σύγχρονες μελέτες απεικόνισης του εγκεφάλου αρχίζουν να παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για τη φύση του εγκεφάλου σε κατάσταση REM. Αποδεικνύεται ότι μία σημαντική πτυχή του ύπνου REM είναι μία αξιοσημείωτη μείωση της δραστηριότητας του προμετωπιαίου φλοιού (Braun, Balkin, Wesensten, Gwady, Carson, Varga, Baldwin, Belenky και Herscovitch, 1998; Maquet, Peters, Aerts, Degueldre, Luxen και Franck, 1996). Αυτή η περιοχή του εγκεφάλου είναι σημαντική για μία σειρά υψηλότερων νοητικών ικανοτήτων στις οποίες στηριζόμαστε στη διάρκεια της επαγρύπνησης. Οι ικανότητες αυτές περιλαμβάνουν τη βραχύχρονη μνήμη, που είναι η ικανότητά μας να κρατούμε στο νου μας σημαντικά γεγονότα ενώ εκτελούμε μία εργασία. Με αδυνατισμένη τη βραχύχρονη μνήμη κατά τη διάρκεια των ονείρων δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι βρίσκουμε τις απότομες αλλαφές στην υπόθεση και την τοποθεσία λιγότερο παράλογες, όταν ονειρευόμαστε από ό,τι θα τις θεωρούσαμε στην επάγρυπνη ζωή μας. Η ιδέα μίας ιδιαίτερης κατάστασης αμνησίας στη βραχύχρονη μνήμη κατα τον ύπνο REM υποστηρίζεται περαιτέρω από τον Hobson και τους συνεργάτες του, που σημειώνουν ότι μία τέτοια αμνησία διευκολύνεται από μία μείωση της αμινεργικής αρμονίας στον εγκέφαλο κατά 50% στον NREM ύπνο και σχεδόν 100% στον REM ύπνο (Hobson, 1988; Hobson και Steriade, 1986; Steriade και McCarley, 1990).
          Ο προμετωπιαίος φλοιός παίζει επίσης έναν σημαντικό ρόλο στην ικανότητά μας να κάνουμε σχέδια για το μέλλον. Άνθρωποι με βλάβη στην περιοχή αυτή συχνά φαίνονται αδιάφοροι και χωρίς κατεύθυνση, εν μέρει επειδή δεν σκέφτονται τι βρίσκεται μπροστά τους και τι επίκειται. Στα όνειρα επίσης λίγο σκεφτόμαστε το μέλλον, ακολουθώντας απλά την ονειρική αφήγηση χωρίς ερωτήσεις (Hall και van de Castle, 1966; Tonay, 1991). Στο πνεύμα αυτό, φαίνεται να υπάρχει μία σημαντική εξασθένηση της προσοχής κατά τη διάρκεια των ονείρων (Hartmann, 1996), όπως επίσης και μία απώλεια του αυτο-στοχασμού (Blagrove, 1996).  Στην επάγρυπνη ζωή ο προμετωπιαίος φλοιός μπορεί να παίξει έναν επίσης σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της αίσθησης της ταυτότητας των ατόμων και ιδιαίτερα στην ικανότητά τους για αυτο-στοχασμό. Με τις ικανότητες αυτές εκτός λειτουργίας κατά τη διάρκεια των ονείρων (Blagrove, 1996), ο ονειρευόμενος αδυνατεί να στοχαστεί σχετικά με την κατάστασή του ή ακόμη και να παρατηρήσει την παραδοξότητα των γεγονότων που βιώνει.
           Πρόσφαρα καταγεγραμμένες εικόνες του εγκεφάλου κατά τη διάρκεια του ύπνου REM δείχνουν ότι σε αντίθεση με τον προμετωπιαίο φλοιό, μέρη του μεταιχμιακού συστήματος είναι ιδιαίτερα ενεργά κατά τον ύπνο REM (Braun et al., 1998; Maquet et al., 1996). Αυτές οι δομές συνδέονται με το συναίσθημα, κάτι το οποίο είναι απολύτως λογικό, δεδομένου ότι τα όνειρα έχουν υψηλά συναισθηματικό περιεχόμενο. Το μεταιχμιακό σύστημα απέχει πολύ από το να είναι πλήρως κατανοητό,ωστόσο,η έρευνα εξακολουθεί να αποκαλύπτει νέες πτυχές των λειτουργιών του. Ο Carl Anderson (1998; Anderson και Mandell, 1996) στο Harvard Medical School, για παράδειγμα, εξετάζει, την περίοδο αυτή, την ιδέα ότι τα δεξιά και αριστερά αμυγδαλοειδή συμπλέγματα του μεταιχμιακού συστήματος αποτελούν βασικές δομές για την καταλογογράφηση συναισθηματικών αναμνήσεων και ότι η PGO δραστηριότητα, που μοιράζονται μεταξύ τους στον REM ύπνο, βοηθά στην ισορροπία της ενεργοποίησης τέτοιων αναμνήσεων ώστε να μηνν "κολλήσει" ο εγκέφαλος σε ιδιαίτερες μορφές ελκυστών, όπως είναι η κατάθλιψη και το άγχος.
           Για λόγους ενδιαφέροντος, αναφέρουμε επίσης ότι οι εικόνες του εγκεφάλου κατά τον ύπνο REM εμφανίζουν αυξημένη δραστηριότητα στον πρόσθιο φλοιό προσαγωγίου και στον δεξί βρεγματικό λοβό, περιοχές που συνδέονται και οι δύο με τη ρύθμιση της προσοχής (Braun et al., 1998). Αντίθετα με ό,τι θα αναμενόταν από την αρχική υπόθεση ενεργοποίησης-σύνθεσης, φαίνεται ότι πραγματικά υπάρχει ένα μειωμένο επίπεδο δραστηριότητας στον πρωτεύοντα οπτικό φλοιό του ινιακού λοβού σε σύγκριση σε σύγκριση με εκείνη που παρατηρείται στην οπτική δραστηρίοτητα κατά την επαγρύπνηση, αλλά σχετικά ισχυρή δραστηριότητα παρακείμενων (παραταινιωτών) περιοχών. Σύμφωνα με κάποιους ερευνητές (Crick και Coch, 1995; Koch, 1998; Revonsuo, 1998) οι τελευταίες συμμετέχουν στην επεξεργασία των οπτικών εικόνων και είναι αναγκαίες για τη συνειδητή εμπειρία της όρασης. Πρόσφατα, ο Hobson επέκτεινε τη θεωρία του για να συμπεριλάβει τη σημασία της δραστηριότητας στην παραταινιωτή περιοχή για τις ονειρικές εικόνες (Hobson, Pace-Schott και Stickgold, 2000).


Βλέποντας όνειρα στον Ύπνο REM και στον Ύπνο Βραδέων Κυμάτων

Στο σημείο αυτό πρέπει να δοθεί κάποια εξήγηση για το γεγονός ότι περιγραφές ονείρων επιτυγχάνονται συχνά, όταν ξυπνάμε από NREM ύπνο ή ύπνο βραδέων κυμάτων. Αν και η πιθανότητα να αποκομίσουμε περιγραφές ονείρων είναι μικρότερη στον ύπνο βραδέων κυμάτων από ό,τι στον REM ύπνο, στην πραγματικότητα τέτοιες αναφορές συνδέονται με όλα τα στάδια του ύπνου βραδέων κυμάτων. Στο στάδιο αυτό του ύπνου τα όνειρα εμφανίζουν κατά μέσο όρο λιγότερη ζωντάνια και σαφήνεια των εικόνων (Antrobus, Hartwig, Rosa, Reisel και Fein, 1987; Arkin, Antrobus και Ellman, 1978) και λιγότερες αλλαγές στην πλοκή (Cavallero et all., 1992; Foulkes, 1962) από ό,τι καταγραφές που συνδέονται με τη φάση REM , αλλά οι διαφορές είναι συνήθως μικρές και όχι πάντα αξιόπιστες. Οι Tracy και Tracy (1974), για παράδειγμα, αναφέρουν όνειρα με μεγάλη ζωντάνια τόσο στον ελαφρύ (στάδιο 2) όσο και στον βαρύ (στάδιο 4) ύπνο βραδέων κυμάτων, θέτοντας υπό αμφισβήτηση την κοινά αποδεκτή υπόθεση ότι τα όνειρα REM είναι ζωντανά, επειδή η ενεργοποίηση του φλοιού είναι υψηλή κατά τον ύπνο REM. Είναι ενδιαφέρον, ωστόσο, ότι ο Hobson και οι συνεργάτες του (Hobson, Pace-Schott και Stickgold, 2000), όπως και ο Nielsen (1999) έχουν πρόσφατα πραγματοποιήσει περαιτέρω αναλύσεις των μελετών για τα όνειρα REM και NREM, που υπάρχουν σε όλη τη βιβλιογραφία, οδηγώντας σε μία επαναεπιβεβαίωση της δημασίας των διαφορών στο περιεχόμενο των ονείρων ανάμεσα στους δύο τύπους ύπνου. Μία εμεπριστατωμένη επανεξέταση των αναλύσεων του Hobson και των υπολοίπων ξεπερνά το στόχο αυτού του άρθρου, αλλά εξαιρετικής σημασίας ανάμεσα στις μελέτες τους είναι οι υποθέσεις τους σχετικά με τις ελλείψεις μνήμης που σχετίζονται ιδιαίτερα με τον ύπνο REM, και οι στατιστικές μέθοδοι που χρησιμοποιούν συνήθως για την ανάλυση των ονειρικών καταγραφών. Οι συγγραφείς, για παράδειγμα σημειώνουν ότι εκτενέστερες καταγραφές, με περισσότερες λέξεις, συχνά παρουσιάζουν μεγαλύτερη παραδοξότητα, αν και το γεγονός αυτό δεν διαφαίνεται κατά τη στατιστική επεξεργασία τους.
         Κατά τη συγγραφή αυτού του άρθρου, το θέμα των διαφορών ανάμεσα σε REM και NREM όνειρα δεν επιλύεται. Φαίνεται, ωστόσο, στους γράφοντες ότι οι διαφορές όντως υπάρχουν και είναι σημαντικές. Αυτό σημαίνει ότι, κατά μέσο όρο, τα χαρακτηριστικά των NREM ονείρων βρίσκονται κάπου μεταξύ των αντίστοιχων χαρακτηριστικών των REM ονείρων και της συνήθους συνείδησης σε κατάσταση εγρήγορσης. Μία τέτοια άποψη αφήνει αναπάντητο το ερώτημα γιατά καταρχήν τα όνειρα NREM όντως συμβαίνουν. Η απλούστερη απάντηση φαίνεται να είναι ότι ο NREM ύπνος είναι αρκετά όμοιος με τον ύπνο REM, ώστε να υποστηρίζει τη δυνατότητα να ονειρευόμαστε, αν και η ονειρική διαδικασία στην περίπτωση αυτή μοιάζει περισσότερο με τη διανοητική δραστηριότητα σε κατάσταση εγρήγορσης παρά με την ονειρική διαδικασία στον ύπνο REM. Η ιδέα αυτή συνάδει με την παρατήρηση ότι ένας σημαντικός δείκτης της ζωντάνιας των ονείρων είναι το επίπεδο του μεταβολισμού της ενέργειας στο φλοιό (Antrobus, 1991; Pivik, 1991). Πέρα από αυτό, φαίνεται πιθανόν ότι η διαδικασία παραγωγής ονείρων δεν εντοπίζεται στο εγκεφαλικό στέλεχος, αλλά στον πρόσθιο εγκέφαλο. Ο Solms (1999) διατύπωσε πρόσφατα μία τέτοια πρόταση, υποστηρίζοντας ότι το γεγονός ότι ονειρευόμαστε και ο ύπνος REM διαχωρίζονται ως προς τις διαδικασίες του εγκεφάλου στις οποίες υπόκεινται. Υποστηρίζει τη διαφοροποίηση αυτή με κλινικές μελέτες, οι οποίες δείχνουν ότι δεν υπάρχει απώλεια της ικανότητας κάποιου να ονειρεύεται ως συνέπεια βαθέων αλλοιώσεων ή βλαβών στο στέλεχος τους εγκεφάλου του (αλλά βλ. Hobson, Pace-Schott και Stickgold, 2000), ενώ η ικανότητα αυτή χάνεται μετά από συγκεκριμένες βλάβες στο φλοιό, ακόμη και αν το εγκεφαλικό στέλεχος, που ξεκινά τον ύπνο REM, δεν έχει διαταραχθεί (Solms, 1997). Στο ίδιο πνεύμα, ο Foulkes (1999) υποστηρίζει ότι η ονειρική πράξη χαρακτηρίζεται από υψηλού επιπέδου γνωσιακές διαδικασίες και αυτο-γνωσία. Υποστηρίζει ότι αυτό εξηγεί γιατί τα όνειρα καταγράφονται σπάνια στα βρέφη ή στα μικρά παιδιά, αν και ο Hobson πιστεύει ότι αυτό είναι αποτέλεσμα της αμνησίας στην κατάσταση REM (Hobson, Pace-Schott και Stickgold, 2000).
          Οι παράγοντες που θα μπορούσαν να διευκολύνουν την ονειρική πράξη κατά τη διάρκεια του ύπνου βραδέων κυμάτων περιλαμβάνουν τη χαλάρωση των περιορισμών, που υπάρχουν κατά την επαγρύπνηση στη δραστηριότητα του φλοιού, η οποία επέρχεται κατά τη διάρκεια του ύπνου με απομόνωση από τα εξωτερικά ερεθίσματα, την παύση της κοινής λογικής σκέψης και τις  προαναφερθείσες νευροχημικές αλλαγές που συμβαίνουν κατά τον ύπνο. Τέτοιοι παράγοντες περιλαμβάνουν επίσης την παρουσία υπολειμματικών συναισθημάτων και υποθέσεων από την άγρυπνη ζωή. Όλη αυτή η διαδικασία πρέπει να κινητοποιείται από τη φαινομενικά χαοτική διαταραχή (βλ. παρακάτω), η οποία επιτρέπει στα κυκλώματα του φλοιού να "χαλαρώνουν" στα εγγενώς άνετα, αλλά συνεχώς μεταβαλλόμενα πρότυπα ελκυστών, που αποτελούν τη βάση της ονειρικής εμπειρίας. Τέλος, κάποιο ελάχιστο επίπεδο διέγερσης είναι απαραίτητο για τη διατήρηση της συνείδησης. Φαίνεται από τις παραπών διαπιστώσεις των Tracy και Tracy (1974) ότι αυτό το ελάχιστο επίπεδο είναι χαμηλότερο από όσο συνήθως πιστεύεται.
           Σημειώνουμε περαιτέρω ότι κατά τη διάρκεια του ύπνου βραδέων κυμάτων οι υψηλότερες εγκεφαλικές λειτουργίες προφανώς απομονώνονται από τα εξωτερικά αισθητηριακά ερεθίσματα σε έναν μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι εκτιμάται συνήθως. Από αποδεικνύεται, για παράδειγμα, από τη γενική αποτυχία των μελετών πάνω στη μάθηση κατά τον ύπνο να αποφέρουν θετικά αποτελέσματα, ακόμη και όταν χρησιμοποιούν εξαιρετικά ευαίσθητες τεχνικές λεκτικής υπαγόρευσης κατά τον ελαφρύ ύπνο βραδέων κυμάτων (Wood, Bootzin, Kihlstrom και Schacter, 1992). Από αυτό φαίνεται ότι ο εγκέφαλος στον ύπνο βραδέων κυμάτων είναι αρκετά απομονωμένος από τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος ώστε να επιτρέπονται ανεξάρτητες εσωτερικές δραστηριότητες (βλ. επίσης Antrobus, 1990). Στο πλαίσιο αυτό, ας έχουμε επίσης κατά νου ότι η χαοτική, όπως μοιάζει, δραστηριότητα είναι εγγενείς στις φλοιώδεις διαδικασίες γενικά, ακόμη και κατά τον ύπνο βραδέων κυμάτων (Roschke και Aldenhoff, 1991, 1992). Υπό τις συνθήκες αυτές φαίνεται ότι ο φλοιός είναι μαθημένος να ρέεο από ελκυστή σε ελκυστή, ακόμη και αν δεν βρίσκεται σε ύπνο REM, αν και όχι τόσο δραστήρια όπως όταν διεγείρεται από βομβαρδισμό κυμάτων. Χρειάζεται να γίνουν μελέτες απεικόνισης του εγκεφάλου που θα προσδιορίσουν τη σημασία του ύπνου βραδέων κυμάτων στην ονειρική πράξη. Προκαταρκτικά στοιχεία, για παράδειγμα, φαίνεται να υποδηλώνουν μία πολύπλοκη σχέση ανάμεσα στον ύπνο REM και τον ύπνο βραδέων κυμάτων σε σχέση με την ενεργοποίηση του μετωπικού φλοιού (Braun et al., 1998).
         Η διαπίστωση των νευροχημικών διαφορών στον εγκέφαλο κατά τον ύπνο REM, τον ύπνο βραδέων κυμάτων και στην επαγρύπνηση από τον Hobson (1998, 1994) υποδηλώνει μία μεγαλύτερη ελαστικότητα στον εγκέφαλο που ονειρεύεται σε κατάσταση REM από ό,τι στον άγρυπνο εγκέφαλο, με τον ύπνο βραδέων κυμάτων να εμπίπτει ανάμεσα στις δύο καταστάσεις, γεγονός που συνάδει με τις καταγραφές του περιεχομένου των ονείρων. Δεν είναι περίεργο, ωστόσο, ότι τα όνειρα REM εμφανίζουν μεγαλύτερη συναισθηματική ένταση από ό,τι εκείνα που σχετίζονται με τον ύπνο βραδέων κυμάτων (Braun et al., 1998; Maquet et al., 1996), αν και συγκεκριμένες συγκρίσεις ανάμεσα στον ύπνο βραδέων κυμάτων που συνοδεύεται από όνειρα και τον ύπνο βραδέων κυμάτων χωρίς όνειρα δεν είναι διαθέσιμες.
          Γενικά, φαίνεται ότι ουσιαστικά οι ίδιοι παράγοντες, που διευκολύνουν τα όνειρα, συμμετέχουν στον ύπνο βραδέων κυμάτων, όπως και στον ύπνο REM. Ωστόσο, η παρουσία PGO διέγερσης στην τελευταία περίπτωση, μαζί με τη μεγαλύτερη συμμετοχή του μεταιχμιακού συστήματος, όπως και οι διαφορές στις νευροχημικές ισορροπίες και η μειωμένη δραστηριότητα στον μετωπιαίο λοβό, καθιστούν τον εγκέφαλο κατά τον ύπνο REM περισσότερο ευνοϊκό για όνειρα. Όπως προτείνεται από τον Solms (1999), ωστόσο, η καλύτερη εικασία σε αυτό το σημείο είναι ότι τα όνειρα και ο ύπνος REM είναι ουσιαστικά συμπτωματικά.

Ονειρικό Περιεχόμενο και Ευαισθησία Σε Λεπτές Επιρροές

Υπάρχουν δύο σημαντικές πτυχές της συμπεριφοράς πολύπλοκων συστημάτων, όπως είναι ο εγκέφαλος κατά τη διάρκεια του ύπνου, τα οποία μπορούν να καταστήσουν τα συστήματα αυτά ιδιαίτερα ευαίσθητα σε λεπτές επιρροές. Πρώτον, τα συστήματα που βρίσκονται σε χαοτικές ή σχεδόν χαοτικές καταστάσεις υπόκεινται στο φαινόμενο της πεταλούδας (Kellert, 1993; Peak, 1994). Πολύ μικρές αλλαγές στην παρούσα κατάσταση ενός συστήματος μπορούν να οδηγήσουν σε πολύ μεγάλες μεταβολές στις μελλοντικές του καταστάσεις. Μικρή αμφιβολία φαίνεται να υπάρχει στο ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος, ο οποίος διαθέτει πολλά χαοτικά ή φαινομενικά χαοτικά σχήματα δραστηριότητας, υπόκειται στο φαινόμενο της πεταλούδας. Δεύτερον και πιο σημαντικό, υπό ορισμένες συνθήκες η εισαγωγή θορύβου σε ένα τέτοιο σύστημα (χαοτικό ή όχι) μπορεί να ωθήσει το σύστημα αυτό να ανταποκριθεί σε σήματα πολύ μικρά, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται από αυτά κανονικά . Με τον όρο "στοχαστικός συντονισμός", το παράδοξο αυτό φαινόμενο έχει καταδειχθεί σε ηλεκτρονικά κυκλώματα, όπως επίσης και σε νευρικά κύτταρα (Moss και Wiesenfeld, 1995). Από το γεγονός αυτό προκύπτει ότι η παρουσία θορύβου, ή κάποιας δόνησης, διατηρεί το σύστημα σε κίνηση ωθώντας του να ακολουθήσει το σήμα, και με τον τρόπο αυτό δεν του επιτρέπει να "κολλήσει". Αυτό είναι ένα ενεργό παράδειγμα της χαλάρωσης ενός συστήματος που εκτίθεται σε δόνηση, όπως περιγράφηκε παραπάνω. Για παράδειγμα, αντικείμενα πάνω σε μία δονούμενη επιφάνεια ενός τραπεζιού φαίνονται να "περπατούν", ιδιαίτερα αν η επιφάνεια αυτή δεν είναι επίπεδη. Στην πραγματικότητα ακολουθούν την πορεία με τη μικρότερη αντίσταση που ορίζει η κλίση της επιφάνειας, η οποία σε κανονικές συνθήκες δεν επιτρέπει την κίνησή τους εξαιτίας της τριβής. Στο σημείο αυτό θα μπορούσαμε να φανταστούμε ότι η άφιξη των PGO κυμάτων έχει ένα παρόμοιο αποτέλεσμα στις υψηλότερες περιοχές του εγκεφαλικού φλοιού κατά τη διάρκεια του ύπνου REM, προκαλώντας δραστηριότητα εκεί όπου θα "γλιστρήσουν" προς την κατεύθυνση με τη μικρότερη αντίσταση.
         Στον εγκέφαλο που ονειρεύεται, αποκομμένος από τον ημερίσιο αισθητηριακό βομβαρδισμό και απομονωμένος εξαιτίας της νευροτροποποιητικής αμνησίας από εκείνες τις εμπειρίες που προηγούνται ακριβώς πριν τον ύπνο, χαοτικές δυνάμεις, όπως το φαινόμενο της πεταλούδας και ο στοχαστικός συντονισμός, καθιστούν τον εγκέφαλο ιδιαίτερα ικανό να αναταποκρίνεται σε λεπτές επιρροές, όπως είναι οι αμυδρές υπολειμματικές αναμνήσεις ή τα συναισθηματικά κατάλοιπα. Γράφοντας για παρόμοιες συνέπειες στα διασυνδετικά δίκτυα - που είναι πράγματι ένας παρόμοιος τρόπος να χαρακτηρίζει κανείς τα δυναμικά συστήματα, όπως είναι ο εγκέφαλος - ο Globus (1989) περιγράφει το ακόλουθο παράδειγμα που άντλησε από τον Freud (1900/1953, σ. 169):
         Ο Freud τυχαίνει κατά τη διάρκεια της ημέρας να ρίξει μία ματιά σε μία μονογραφία για το φυτό Κυκλαμινο στη βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου, μία φαινομενικά αδιάφορη εντύπωση...που τόσο συχνά όμως συλλαμβάνεται σε ένα όνειρο...Εκείνο το βράδυ ονειρεύεται ότι έχει γράψει μία μονογραφία για ένα συγκεκριμένο φυτό. Το βιβλίο βρίσκεται ανοιχτό μπροστά του και στη στιγμή γυρίζει το αναδιπλωμένο εξώφυλλο (σελ. 189).
        Ο Globus συνεχίζει με αυτό το παράδειγμα, εξηγώντας ότι το κυκλάμινο είναι το αγαπημένο λουλούδι της συζύγου του Freud (ο Freud μέμφεται τον εαυτό του που ξέχασε να της αγοράσει λουλούδια) και, πέρα από αυτό, ότι ο ίδιος είχε γράψει κάποτε μία μονογραφία για το φυτό της κόκας, και τα δύο αυτά στοιχεία τοποθετούν τη στιγμιαία αντίληψη της μονογραφίας για το κυκλάμινο σε μία συνάφεια υφιστάμενων αναμνήσεων και συναισθημάτων.
      Το θέμα, ωστόσο, είναι ότι μία φευγαλέα αντίληψη, που δεν αφήνει κάποια βαθιά εντύπωση, μπορεί αργότερα να δώσει το έναυσμα σε μία αλυσίδα γεγονότων στον εγκέφαλο που ονειρεύεται - αν και προφανώς για να γίνει αυτό, η αντίληψη δεν πρέπει να γίνει αμέσως πριν τον ύπνο. Το παράδειγμα αυτό επίσης επισημαίνει τη σημασία των αισθημάτων, ακόμη και ανεπαίσθητων, όπως εκείνα που προκάλεσε στον Freud η συσχέτιση της μονογραφίας με το αγαπημένο λουλούδι της γυναίκας του και με την επιθυμία του να τις χαρίσει λουλούδια. Όπως προαναφέρθηκε, η σημασία των συναισθημάτων στα όνειρα, ιδιαίτερα κατά τον ύπνο REM, επιβεβαιώνεται από τις παρατηρήσεις αυξημένης δραστηριότητας στο μεταιχμιακό σύστημα.
        Δεδομένου ότι ένας εγκέφαλος ο οποίος ονειρεύεται είναι αμνησιακός όσον αφορά βραχύχρονα γεγονότα που συμβαίνουν ακριβώς πριν τον ύπνο και την ίδια στιγμή ανταποκρίνεται σε λεπτές επιρροές, όπως είναι τα συναισθήματα και οι αναμνήσεις, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι το ονειρικό περιεχόμενο συχνά περιλαμβάνει αποσπάσματα παλαιών αναμνήσεων και άλλοτε γνωστά συναισθήματα από το παρελθόν (Damhoff, 1996; Hall και van de Castle, 1966). Σε ένα τέτοιο υπερευαίσθητο σύστημα, άλλες επιρροές θα μπορούσαν επίσης περιστασιακά να γίνονται αισθητές. Για παράδειγμα, ο Smith (1986) διαπίστωσε ότι ανάμεσα σε καρδιακούς ασθενείς, ο αριθμός ονειρικών αναφορών σε θάνατο στους άνδρες και σε αποχωρισμό στις γυναίκες σχετιζόταν με αρνητικές κλινικές εκβάσεις, ένα αποτέλεσμα που φαίνεται ανεξάρτητο από τις στάσεις και διαθέσεις των ασθενών απέναντι στην κατάστασή τους. Αυτές οι διαπιστώσεις υποδηλώνουν την παρουσία μίας λεπτής βιολογικής επιρροής στα όνειρα. Άλλες πάλι παρατηρήσεις αποκαλύπτουν ασυνήθιστες επιρροές στα όνειρα (Krippner, 1991). Δεν είναι πρόθεσή μας να αξιολογήσουμε αυτούς ή άλλους ισχυρισμούς για φαινομενικά ασυνήθιστες επιρροές στα όνειρα. Περισσότερο υποστηρίζουμε τη θέση ότι ο εγκέφαλος που ονειρεύεται είναι ένα λεπτά ισορροπημένο σύστημα, που ανταποκρίνεται στην παραμικρή διαταραχή και έτσι αντανακλά και τις πιο λεπτές πτυχές της ανθρώπινης εμπειρίας.

Συμπεράσματα

Συνοψίζοντας τις παραπάνω ιδέες, στόχος της παρούσας εργασίας είναι να κάνει ένα αξιόπιστο πρώτο βήμα προς μία εναρμόνιση της διαδικαστικής προσέγγισης, που βασίζεται στον εγκέφαλο ,  και της ερμηνευτικής προσέγγισης (που προσανατολίζεται προς το νόημα των ονείρων) , η οποία βασίζεται στο ονειρικό περιεχόμενο, προκειμένου να κατανοηθεί η ονειρική διαδικασία και τα ίδια τα όνειρα. Η εξέταση του ζητήματος βασίζεται στην υπόθεση ότι ο εγκέφαλος που ονειρεύεται είναι ένα πολύπλοκο σύστημα αυτο-οργάνωσης. Τέτοια συστήματα μπορούν να εμφανίζουν πολύπλευρες προσαρμοστικές ιδιότητες, που είναι, σε γενικές γραμμές, γνωσιακές ως προς τη φύση τους (Varela, Thompson και Rosch, 1991). Οι ιδιότητες αυτές προκύπτουν από τις αλληλεπιδράσεις των θεμελιωδών διαδικασιών του (Combs, 1996; Combs και Krippner, 1998; Goertzel, 1994, 2000; Kampis, 1991; Kauffman, 1993). Στην περίπτωση του εγκεφάλου που ονειρεύεται, αυτές οι διαδικασίες απαρτίζουν συναισθηματικές, αισθητηριακές, μνημονικές και άλλες πλευρές της εγκεφαλικής δραστηριότητας. Η εξελισσόμενη εκπομπ'η δεδομένων στη συνείδηση είναι η αφηγηματική εμπειρία του ονείρου. Σημειώστε, ωστόσο, ότι δεν προτείνουμε ότι μία επαρκής γνώση αυτών των διαδικασιών και των αλληλεπιδράσεών τους θα προσφέρει μία εξήγηση του νοήματος ενός συγκεκριμένου ονείρου στη συνειδητή εμπειρία ενός ατόμου ή στη συνάφεια της ζωής τους - τουλάχιστον όχι στο άμεσο μέλλον. Ακόμη και οι ικανότητες που διέπουν τις νευρολογικές εκδηλώσεις της ονειρικής πράξης γίνουν καλά κατανοητές, μπορεί να εξακολουθούν να φαίνονται αρκετά διαφορετικές από εκείνες που χαρακτηρίζουν με τον καλύτερο τρόπο τις εμπειρικές πτυχές της ονειρικής πράξης (Kaskell, 1986), οι οποίες με τη σειρά τους δημιουργούν τις προϋποθέσεις για το νόημα ενός ονείρου στη συνάφεια της ζωής ενός ατόμου. Η εύρεση των ακριβών σχέσεων που συνδέουν τα νευρολογικά με τα εμπειρικά επίπεδα της ονειρικής πράξης αποτελεί μελλοντικό έργο για τους γνωσιακούς νευροψυχολόγους. Σκοπός μας εδώ είναι να θέσουμε τη βάση γι' αυτό το έργο διατυπώνοντας ρητά κάποιους από τους σημαντικούς τρόπους με τους οποίους ο εγκέφαλος που ονειρεύεται επιδίδεται σε πολύπλοκες διαδικασίες αυτο-οργάνωσης, που, κάθε άλλο παρά τυχαία, είναι περισσότερο επαρκείς στην ικανότητα και την πολυπλοκότητά τους για να υποστηρίξουν στο επίπεδο της συνείδησης της εμπειρικές ονειρικές αφηγήσεις, που αποτελούν τη βάση για τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις στην ονειρική πράξη.

References

Anderson, C.M. (1998). Ibogaine therapy in chemical dependency and posttraumatic stress disorder: A hypothesis involving the fractal nature of fetal REM sleep and interhemispheric reintegration. Multidisciplinary Association for Psychedelic Studies, 8, 5-14.
Anderson, C.M., and Mandell, A.L. (1996). Fractal time and the foundations of consciousness: Vertical convergence of 1/f phenomena from ion channels to behavioral states. In M. Stamenov and G. Globus (Eds.), Fractals of brain, fractals of mind: In Search of a secret symmetry bond: Advances in consciousness research, 7 (pp. 75-126). Philadelphia: John Benjamins.
Antrobus, J.S. (1990). Neurocognition of sleep mentation: Rapid eye movements, visual imagery, and dreaming. In R. Bootzin, J. Kihlstrom, and D. Schacter (Eds.), Sleep and cognition (pp. 3-24). Washington, DC: American Psychological Association.
Antrobus, J.S. (1991). Dreaming: Cognitive processes during cortical activation and high afferent thresholds. Psychological Review, 98, 96-121.
Antrobus, J.S., Hartwig, P., Rosa, D., Reisel, R., and Fein, G. (1987). Brightness and clarity of REM and NREM imagery: Photo response scale. Sleep Research, 16, 240.
Arden, J.B. (1996). Consciousness, dreams, and self: A transdisciplinary approach. Madison, Connecticut: Psychosocial Press.
Arkin, A.M., Antrobus, J.S., and Ellman, S.J. (1978). The mind in sleep: Psychology and psychophysiology. Hillsdale, New Jersey: Lawrence Erlbaum.
Basar, E. (Ed.). (1990). Chaos in brain function. Berlin: Springer Verlag.
Blagrove, M. (1996). Problems with the cognitive psychological modeling of dreaming. The Journal of Mind and Behavior, 17, 99-134.
Bosinelli, M. (1995). Mind and consciousness during sleep. Behavioral Brain Research, 69, 195-201.
Braun, A.R., Balkin, T.J., Wesensten, N.J., Gwady, F., Carson, R.E., Varga, M., Baldwin, P., Belenky, G., and Herscovitch, P. (1998). Dissociated pattern of activity in visual cortices and their projections during human rapid eye movement sleep. Science, 279, 91-95.
Cavallero, C., Cicogna, P., Natalie, V., Occhionero, M., and Zito, A. (1992). Slow wave sleep dreaming. Sleep, 15, 562-566.
Chalmers, D.J. (1995). The puzzle of conscious experience. Scientific American. 273, 80-86.
Clarke, E.H. (1878). Visions: a study of false sight (pseudopia). Boston: Houghton, Osgood.
Domhoff, G.W. (1996). Finding meaning in dreams: A quantitative approach. New York: Plenum.
Globus, G. (1989). Connectionism and the dreaming mind. The Journal of Mind and Behavior, 10, 179-196.
Combs, A. (1996). The radiance of being: Complexity, chaos, and the evolution of consciousness. St Paul, Minnesota: Paragon House.
Combs, A., and Krippner S. (1998). Dream sleep and waking reality: A dynamical view of two states of consciousness. In S. Hameroff, A.W. Kaszniak, and A.C. Scott (Eds.), Toward a science of consciousness: The second Tucson discussions and debates (pp. 478-493). Cambridge, Massachusetts: MIT Press.
Crick, F., and Koch, C. (1995). Are we aware of neural activity in primary visual cortex? Nature, 375, 121-123.
Crick, F., and Michison, G. (1986). REM sleep and neural nets. The Journal of Mind and  Behavior, 7, 229-250.
Dement, W., and Kleitman, N. (1957). The relation of eye movements during sleep to dream activity: An objective method for the study of dreaming. Journal of Experimental Psychology, 53, 89-97.
Dement, W., Ferguson, J., Cohn, H., and Barchas, J. (1969). Non-chemical methods and data using a biochemical model: The REM quanta. In A.J. Mandell and M.P. Mandall (Eds.), Psychochemical research in man (pp. 275-325). New York: Academic Press.
Finkbeiner, A. K. (1998). The evolution of sleep. Science, 38, 17.
Fookson, J., and Antrobus, J. (1992). A connectionist model of bizarre thought. In J.S. Antrobus and M. Bertini (Eds.), The neuropsychology of sleep and dreaming (197-214). Hillsdale, New Jersey: Lawrence Erlbaum Associates.
Foulkes, D. (1962). Dream reports from different stages of sleep. Journal of Abnormal and Social Psychology, 65, 14-25.
Foulkes, D. (1985). Dreaming: A cognitive-psychological analysis. Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press.
Foulkes, D. (1999). Children’s dreaming and the development of consciousness. Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press.
Freeman, W.J, and Barrie, J.M. (1994). Chaotic oscillations and the genesis of meaning in cerebral cortex. In G. Buzáke, R. Llinás, W. Singer. A. Berthoz, and Y. Christen (Eds.), Temporal coding in the brain (pp. 13-38). New York: Springer-Verlag.
Freud, S. (1953). The interpretation of dreams. Standard edition, Vols. 4 and 5. [J. Strachey, Trans.] London: The Hogarth Press. (Originally published in 1900.)
Goertzel, B. (1994). Chaotic logic. New York: Plenum.
Kampis, G. (1991). Self-modifying systems in biology and cognitive science. New York: Pergamon.
Goertzel, B. (2000). On the algebraic structure of consciousness. In A. Combs, M. Germine, and B. Goertzel. (Eds.). Mind in time: The dynamics of thought, reality, and consciousness (27-40). Cresskill, New Jersey: Hampton.
Halaz, M.F. (1995). Nonlinear dynamics in behavioral systems. American Psychologist, 50, 109-405.
Hall, C.S., and Van de Castle, R.L. (1966). The content analysis of dreams. New York: Appletion-Century-Crofts.
Hardy, C. (1998). Networks of meaning: The bridge between mind and matter. Westport, Connecticut: Greenwood Publishing.
Hartmann, E. (1966). The psychophysiology of free will. In R. Lowenstein, L. Newman, and A. Solnit (Eds.), Psychoanalysis: A General Psychology (pp. 521-536). New York:International University Press.
Hartmann, E. (1999). Dreams and nightmares: The new theory on the origin and meaning of dreams. New York: Plenum Press.
Herman, J. (1992). Transmutive and reproductive properties of dreams: Evidence for cortical modulation of brain stem generators. In J. Antorbus and M. Bertini (Eds.), The neuropsychology of sleep and dreaming (pp. 260-273). Hillsdale, New Jersey: Lawrence Erlbaum Associates.
Haskell, R.E. (1986). Cognitive psychology and dream research: Historical, conceptual, and epistemological considerations. Journal of Mind and Behavior, 7, 131-160.
Hobson, J.A. (1988). The dreaming brain. New York: Basic Books.
Hobson, J.A. (1994). The chemistry of consciousness: How the brain changes its mind. New York: Little, Brown.
Hobson, J.A., and McCarley, R.W. (1977). The brain as a dream-state generator: An activation-synthesis hypothesis of the dream process. American Journal of Psychiatry, 134, 1335-1368.
Hobson, J.A., Pace-Schott, E.F., and Stickgold, R. (2000, in press). Dreaming and the brain: Toward a cognitive neuroscience of conscious states. Behavioral and Brain Sciences, 23.
Hobson, J.A., Pace-Schott, E.F., Stickgold, R., and Kahn, D. (1998). To dream or not to dream? Relevant data from new neuroimaging and electrophysiological studies. Current Opinion in Neurobiology, 8, 239-244.
Hobson, J.A., and Steriade, M. (1986). The neural basis of behavioral state control. In F.E. Bloom (Ed.), Handbook of physiology—the nervous system, Vol. IV (297-338). American Psychological Society.
James, W. (1981). The principles of psychology. Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press. (Originally published 1890).
Jeong. J, Joung, M.K., and Kim., S.Y. (1988). Quantification of emotion by nonlinear analysis of the chaotic dynamics of electroencephalograms during perception of 1/f music. Biological Cybernetics, 78, 217-225.
Jouvet, M. (1999). The paradox of sleep: The story of dreaming [L. Garey, Trans.]. Cambridge, Massachusetts: MIT Press.
Kahn, D., Combs, A., and Krippner, S. (1998). The dreaming brain as a self-organizing system. In Consciousness research abstracts: Toward a science of consciousness; Tucson III (p. 94). Thorverton, United Kingdom: Imprint Academic.
Kahn, D., and Hobson, J.A. (1993). Self-organization theory of dreaming. Dreaming, 3, 151-178.
Kahn, D., Pace-Schott, E., and Hobson, J. (1997). Consciousness in the waking brain: The roles of neuronal oscillation and neuromodulation in determining similarities and differences. Neuroscience, 78, 13-38.
Kampis, G. (1991). Self- modifying systems in biology and cognitive science. New York: Pergamon.
Kauffman, S.A. (1993). The origins of order: Self-organization and selection in evolution. New York, Oxford: Oxford University Press.
Kellert, S.H. (1993). In the wake of chaos: Unpredictable order in dynamical systems. Chicago: University of Chicago Press.
Koch. C. (1998). Visual awareness and the frontal lobes. In Consciousness research abstracts: Toward a science of consciousness; Tucson III (p. 80). Thorverton, United Kingdom: Imprint Academic.
Krippner, S. (1991). An experimental approach to the anomalous dream. In J. Gackenbach and A.A. Sheikh (Eds.), Dream images: A call to mental arms (pp. 31-54). Amityville, New York: Baywood Publishing.
Mamelak, A.N., and Hobson, J.A. (1989). Dream bizarreness as the cognitive correlate of altered neuronal behavior in REM sleep. Journal of Cognitive Neuroscience. 1, 201-222.
Maquet, P., Peters, J.M., Aerts, J., Delfiore, G., Degueldre, C., Luxen, A., and Franck, G. (1996). Functional neuroanatomy of human rapid-eye-movement sleep and dreaming.  Nature, 383, 163-166.
Moffitt, A. (1995). Dreaming: Functions and meanings. Impulse, 3, 18-31.
Moss, F., and Wiesenfeld, K. (1995). The benefits of background noise. Scientific American. 272, 66-69.
Mountcastle, V.B. (1974). Sleep, wakefulness, and the conscious state: Intrinsic regulatory mechanisms of the brain. In V.B. Mountcastle (Ed.), Medical physiology: Thirteenth edition (pp. 254-281). Saint Louis: Mosby.
Nielsen, T.A. (1999). Mentation during sleep: The NREM/REM distinction. In R. Lydic and H.A. Baghdoyan (Eds.), Handbook of behavioral state control: Molecular and cellular mechanisms (pp. 101-128). Boca Raton, Florida: CRC Press.
Peak, D. (1994). Chaos under control: The art and science of complexity. New York: W.H. Freeman.
Pivik, R.T. (1991). Tonic states and phasic events in relation to sleep mentation. In S.J. Ellman, and J.S. Antrobus (Eds.),  The mind in sleep (pp. 378-406). New York: John Wiley Sons.
Port, R.F., and  van Gelder, T. (1995). Mind as motion: Explorations in the dynamics of cognition. Cambridge, Massachusetts: MIT Press.
Porte, H,, and Hobson, J.A. (1986). Bizarreness in REM and SWS reports. Sleep Research, 15, 81.
Pribram, K.H. (Ed.). (1995). Proceedings of the Second Appalachian Conference on Behavioral Neurodynamics: Origins; Brain and Self-Organization. Hillsdale, New Jersey: Lawrence Erlbaum.
Revonsuo, A. (1998). How to take consciousness seriously in cognitive neuroscience. In Consciousness research abstracts: Toward a science of consciousness; Tucson III (p. 76). Thorverton, United Kingdom: Imprint Academic.
Robertson, R., and Combs, A. (Eds.). (1995). The proceedings of the society for chaos theory in psychology and the life sciences. Hillsdale, New Jersey: Lawrence Erlbaum.
Roschke, J., and Aldenhoff, J.B. (1992). A nonlinear approach to brain function: Deterministic chaos and sleep EEG. Sleep, 15, 95-101.
Roschke, J., and Aldenhoff, J.B. (1991). The dimensionality of human’s electroencephalogram during sleep. Biological Cybernetics, 64, 307-313.
Russell, C., Bruck. D., and Coleman, G. (1997). Induction of visual imagery during SWS. Sleep, 20, 948-956.
Screenivason, R., Pradhan, N., and Rapp, P. (Eds.). (1999). Nonlinear dynamics and brain functioning. Huntington, New York: Nova Science.
Smith, R.C. (1986). Evaluating dream function: Emphasizing the study of patients with organic disease. The Journal of Mind and Behavior, 7, 397-410.
Solms, M. (1997). The neuropsychology of dreams: A clinico-anatomical study. Mahwah, New Jersey: Lawrence Erlbaum.
Solms, M. (1999, January). Dreaming and REM sleep are controlled by different brain mechanisms. Paper presented at the Annual Meeting of the American Association for the Advancement of Science, Anaheim, California.
Steriade, M., and McCormic, D.A. (1990). Brainstem control of wakefulness and sleep. New York: Plenum.
Tonay, V. (1991). California women and their dreams: A historical and sub-cultural comparison of dream content. Imagination-Cognition-and-Personality, 10, 85-99.
Tracy, R.L., and Tracy, L.N. (1974). Reports of mental activity from sleep stages 2 and 4. Perceptual and Motor Skills, 38, 647-648.
Tschacher, W., and Dauwalder, J.P. (Eds.). (1999). Dynamics, synergetics, autonomous agents: Nonlinear systems approaches to cognitive psychology and cognitive science. Singapore: World Scientific.
Ullman, M. (1999). Dreaming consciousness and quantum concepts: Suggestive correlations. Journal of Scientific Exploration, 13, 91-112.
Varela, F.J., Thompson, E., and Rosch, E. (1991). The embodied mind: Cognitive science and human experience. Cambridge, Massachusetts: MIT Press.
Vogel, G.W. (1978). An alternative view of the neurobiology of dreaming. American Journal of Psychiatry, 135, 1531-1535.
Wood, J.M., Bootzin, R.R., Kihlstrom, J.F., and Schacter, D.L. (1992). Implicit and explicit memory for verbal information presented during sleep. Psychological Science, 3, 236-239.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου